Category: Κοινωνικά


Κι όμως, υπάρχουν εναλλακτικά μοντέλα ζωής στον πλανήτη μας, που έχουν ήδη υλοποιηθεί.. μακριά από τα αναχρονιστικά σοσιαλιστο-κομμουνιστο-καπιταλιστικά μοντέλα που έχουν κλείσει τον κύκλο τους και το τρέχον σχιζοφρενικό νεοταξίτικο μοντέλο της παγκόσμιας κυβέρνησης, που προσπαθεί να επιβληθεί…
Η συγκεκριμένη πόλη – κράτος – παράδεισος έχει πολύ από το DNA του κινήματος Zeitgeist και του Venus Project του Jaques Fresco και θα μπορούσε να διαδωθεί ταχύτατα σε όλο τον πλανήτη, αν η ανθρωπότητα ήταν πιο αφυπνισμένη και λιγότερο φοβική…
Έτσι, μένει στους «λίγους» που ξεχωρίζουν για το ανοιχτό και δυνατό τους πνεύμα και το θάρρος τους… να βγάλουν το φίδι απ’ τη τρύπα και για όλους τους υπόλοιπους!!
Θα έλεγα ότι ηθικά και από την άποψη της δικαιοσύνης, η τεράστια παγκόσμια τάξη των φοβικών – ενδοτικών – καναπεδάτων ανθρώπων ΔΕΝ θα το άξιζε να ζήσει ένα τέτοιο μοντέλο ζωής!

p-txt

Η πόλη, γνωστή ως «Auroville», αναγνωρίστηκε ως διεθνής οντότητα λίγο μετά την ίδρυσή της το 1968. Βρίσκεται στη Νότια Ινδία, 150 χιλιόμετρα από τη μεγαλούπολη Τσενάι.

Οι κάτοικοι της «Auroville» προέρχονται από 50 διαφορετικές χώρες και κουλτούρες και δεν λειτουργούν σύμφωνα με πολιτικά μορφώματα, θρησκευτικές οργανώσεις και χρηματο-οικονομικά συστήματα.

p-txt

Η Mirra Alfassa, ή όπως είναι γνωστή η «Μητέρα», ίδρυσε την πόλη με την ιδέα του να υπάρχει τουλάχιστον ένα μέρος σε αυτόν τον κόσμο όπου κανένας άνθρωπος να μην μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι δικό του.

«Θα πρέπει να υπάρξει ένα μέρος όπου κανένα κράτος να μην μπορεί να αξιώνει πως είναι δικό του. Όπου όλοι οι άνθρωποι θα έχουν μια ειλικρινή φιλοδοξία να ζήσουν ελεύθεροι ως πολίτες του κόσμου, υπακούοντας μόνο μία αρχή:

Την υπέρτατη αλήθεια! Ένα μέρος όπου θα επικρατεί ειρήνη, ομόνοια και αρμονία, όπου όλα τα άγρια ένστικτα του ανθρώπου θα χρησιμοποιούνται για να παλέψει τις αιτίες των δεινών και της μιζέριας του, για να ξεπεράσει την αδυναμία και την άγνοιά του και για να θριαμβεύσει απέναντι στους περιορισμούς και τις δυσλειτουργίες του.

p-txt

Ένα μέρος όπου η ανάγκη για πνευματικότητα θα υπερισχύει της ικανοποίησης των επιθυμιών, των παθών και της αναζήτησης για κέρδος.»Η «Auroville» εργάζεται καθημερινά για να γίνει το φωτεινό παράδειγμα και για άλλες πόλεις που αναζητούν μια πιο αυτόνομη, και ταυτόχρονα βιώσιμη, λύση.

p-txt

Προς το παρόν η πόλη λειτουργεί με ένα αγροτικό σύστημα πολυ-καλλιεργειών που συνδυάζει δέντρα με φρούτα, χωράφια με σιτάρι και οπωροκηπευτικά δέντρα σε μια έκταση 160 εκταρίων που χωρίζεται σε 15 φάρμες. Τα γαλακτομικά προϊόντα παράγονται επίσης στην πόλη και τα φρούτα είναι πάντα εντός εποχής.

p-txt

ΠΗΓΗ

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ:ΖΕΡΒΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Τσε Γκεβάρα, ο επαναστάτης, ο αντάρτης, ο μαρξιστής, ο στρατιώτης της Αμερικής. Η πορεία, τα πιστεύω, το όραμα, «η ώρα της φωτιάς και το φως» που πρώτα έγιναν θάνατος και μετά αιώνιο σύμβολο του προλεταριακού διεθνισμού. 48 χρόνια από τη δολοφονία του, σαν σήμερα, στις 9 Οκτωβρίου του 1967

Τι σημασία έχει αν μας βρει ο θάνατος; Σημασία έχει ότι η κραυγή μας θα ακουστεί και ένα άλλο χέρι θα βρεθεί για να πάρει το όπλο μας, και άλλοι άνθρωποι θα ξεσηκωθούν για να πιάσουν το τραγούδι, για να ακουστεί η καινούργια κραυγή του πολέμου και της νίκης»

Ερνέστο Γκεβάρα

Το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα διατηρεί μια αναμφισβήτητη αίγλη στο πέρασμα των χρόνων. Ο Αργεντίνος γιατρός, σύντροφος του Κάστρο στον πόλεμο κατά του δικτάτορα Μπατίστα και Κομαντάντε στο αντάρτικο της Λατινικής Αμερικής, ενσαρκώνει μια εκδοχή του επαναστάτη που δεν οφείλει τίποτα στον σοσιαλισμό του κράτους και στις γραφειοκρατίες του. Ιδεαλιστής, βαθιά διεθνιστής, αφοσιωμένος σε αβέβαιους και μακρινούς αγώνες, θα προσδώσει στο ζήτημα του σοσιαλισμού μια πνοή που δεν υπάρχει στον σοβιετικό σταλινισμό: η επανάσταση, που δεν είναι η εφαρμογή μιας «θεωρίας», αποδεικνύεται στην πράξη. Με τη δράση του, πολύ περισσότερο απ’ ότι με τα λόγια του, ο Τσε θα συμβάλλει στο να ξεκινήσει πάλι μια εσωτερική συζήτηση στους κόλπους του σοσιαλισμού για τις σχέσεις ανάμεσα στο αυθόρμητο και στην οργάνωση, και μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία το περιβόητο «μοντέλο» μπαίνει σε περίοδο κρίσης. Ο Γκεβάρα είναι η αρχή του Μάη του ’68: έχει χαθεί πριν λίγο καιρό κάτω από τραγικές συνθήκες και έτσι μπορεί να ενσαρκώσει στις γραμμές της άκρας Αριστεράς, έναν συνδυασμό επαναστατικού ριζοσπαστισμού, μαρξιστικής ρητορικής και ανθρωπισμού, εκπροσωπώντας ένα ύφος λιγότερο δογματικό και πιο ενθουσιώδες από ότι του Τρότσκι ή του Μάο.

Ο νεαρός από το Ροσάριο, προερχόμενος από μεσοαστική οικογένεια, ασπάζεται το τρίπτυχο του «πάθους» της εποχής του: αγάπη για την κοινωνική δικαιοσύνη, απέχθεια για τους «γιάνκις», δίψα για τον μαρξιστικό λόγο. Η λογοτεχνία και η ποίηση σφυρηλατούν τα ριψοκίνδυνα και ατρόμητα ένστικτα του Ερνέστο, ο Τζακ Λόντον, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Λόρκα. Από κοντά ο Φρόιντ, αλλά και ο Μαρξ. Αντιπερονιστής, όπως και οι γονείς του, δηλωμένος δημοκράτης, αλλά με τον σπόρο της σύγκρουσης φυτρωμένο από νωρίς μέσα του: «Δεν θα κατέβω στους δρόμους παρά μόνο αν μου δώσουν όπλο», δηλώνει ξεκάθαρα στους συμμαθητές του, στην Κόρδοβα, που θέλουν να διαδηλώσουν. Το πεπρωμένο του δείχνει να συμβαδίζει με εκείνο του ήρωα του αγαπημένου του βιβλίου, του Δον Κιχώτη. Διψάει για περιπέτειες, θέλει να περιπλανηθεί. Στα 23 του, πάνω σε μια μοτοσικλέτα, γνωρίζεται με την «Μεγάλη Αμερική», στο πρώτο του πολιτικό τετ α τετ με την κοινωνική πραγματικότητα της λατινικής ηπείρου. Έναν χρόνο αργότερα, το 1952, ορκισμένος πλέον γιατρός, αναχωρεί και πάλι. «Φεύγει ένας στρατιώτης της Αμερικής», λέει στη μητέρα του, αποχαιρετώντας την στον σταθμό των τρένων.

Όταν ο Τσε ήταν ακόμα Ερνεστίτο στο Ροσάριο

Γνωρίζεται με τους Ινδιάνους, μιλάει με τους ταλαιπωρημένους εργάτες των ορυχείων, εξοργίζεται με την εκμετάλλευση των ξένων που κλέβουν τη ζωή των «συμπατριωτών» του. Τα μαρξιστικά βιβλία είναι πλέον το κύριο ανάγνωσμά του, οι ερμηνείες όμως είναι απόλυτα δικές του. Η ένοπλη επανάσταση είναι το δικό του ιδανικό. Ο Σαρτρ τον βοηθάει να ανακαλύψει και τις δυο πλευρές της διανόησης. Δεν στέκεται εκεί όμως, παρά την αμηχανία που του προκαλεί η έννοια της «απόλυτης ελευθερίας» στον υπαρξισμό. Προτιμάει να προχωρήσει κρατώντας την αέναη πάλη για την διαμόρφωση της ανθρώπινης υπόστασης μέσα από την προσωπική δράση. Μπροστά του, γύρω του, παντού, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Χωρισμένα στους καλούς και τους κακούς. Τον Δεκέμβρη του 1953 ο Γκεβάρα φτάνει στην επαναστατημένη Γουατεμάλα. Ο Χακόμπο Άρμπενς, ένας νεαρός αριστερός συνταγματάρχης, προσπαθεί να ελευθερώσει τη χώρα του από τα αποικιοκρατικά δεσμά των ΗΠΑ. Μια από τις κινήσεις του είναι να εθνικοποιήσει 84.000 εκτάρια της United Fruit Company, κάτι που προκαλεί την οργή της Ουάσιγκτον. Η CIA οργανώνει πολύ γρήγορα πραξικόπημα και τα στρατεύματα του Κάρλος Καστίγιο μπαίνουν στη χώρα τον Ιούνιο του 1954, ανατρέποντας την κυβέρνηση. Ο Γκεβάρα είναι πεπεισμένος πλέον για την ανάγκη χρήσης όπλων, ενώ γράφει για «την ανοιχτή πληγή που του άφησε στα πλευρά η Γουατεμάλα».

Γένια, μπερές και πίπα. Τις πρώτες μέρες του αντάρτικου στην Σιέρα Μαέστρα

Καταλήγει στο Μεξικό και έρχεται σε επαφή με Κουβανούς εξόριστους. Γνωρίζεται με τον Ραούλ Κάστρο, επίσης ενθουσιώδη μαρξιστή – λενινιστή και τον αδερφό του, Φιντέλ, έναν νεαρό δικηγόρο, οι οποίοι τον Ιούλιο του 1953 είχαν επιχειρήσει αποτυχημένη έφοδο με άλλους 133 αντάρτες στο στρατόπεδο Μονκάδα, στο Σαντιάγο της Κούβας. Ο Τσε μιλάει ώρες ολόκληρες με τον Φιντέλ για την επόμενη απόβαση. Δυο χρόνια αργότερα, τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου του 1956, μέσα σε καταιγίδα, 82 τρελοί όσο και αποφασισμένοι, επιβιβάζονται στην Granma, μια θαλαμηγό-ερείπιο και μια εβδομάδα μετά, φτάνουν στην ακτή Las Coloradas στην νοτιοδυτική Κούβα. Οι αγρότες, οι εργάτες, τα συνδικάτα, όλοι οι καταπιεσμένοι από τη δικτατορία του Μπατίστα, βοηθούν σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο τους barbudos, τους γενειοφόρους guerilleros, που μέσα σε δυο χρόνια μπαίνουν νικητές στην Αβάνα. Ο κομαντάντε πλέον, Τσε Γκεβάρα, απελευθερώνει την Σάντα Κλάρα και γίνεται δεκτός σαν ήρωας. Το καλοκαίρι του 1959 έρχεται σε επαφή με τους Νάσερ, Νεχρού και Τίτο, τους ηγέτες που δυο χρόνια αργότερα θα ιδρύσουν το κίνημα των αδεσμεύτων, διεκδικώντας τη θέση της ελεύθερης Κούβας στον πολιτικό χάρτη. Πίσω, στο νησί, επιτελούνται μεγάλες αλλαγές. Αγροτική μεταρρύθμιση, υγειονομικές υπηρεσίες, μαθήματα γραφής και ανάγνωσης για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.

8 Οκτωβρίου 1957. Ο Φιντέλ Κάστρο και ο Ερνέστο Γκεβάρα συζητούν στην ζούγκλα της Σιέρα Μαέστρα. Είναι μια από τις πρώτες φωτογραφίες τους στην Κούβα

Ο Γκεβάρα τυπώνει στο εθνικό τυπογραφείο 100.000 αντίτυπα του Δον Κιχώτη και τα μοιράζει δωρεάν στους Κουβανούς. Γνωρίζεται με τον Σαρτρ (ο οποίος επισκέπτεται την Αβάνα με την Σιμόν ντε Μποβουάρ) και όταν ο υπαρξιστής φιλόσοφος τον ρωτάει «ποιο είναι το σχέδιο της επανάστασης», απαντάει «να επεκτείνουμε το πεδίο του εφικτού». Τον Φεβρουάριο του 1961 διορίζεται υπουργός Βιομηχανίας και αναφέρεται στην ηθική, ως το μοναδικό κίνητρο που θα πρέπει να κατευθύνει τους πάντες. Είναι αριστερός στην αντίληψη, αλλά και στην καρδιά του, θεωρεί ότι κάθε άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός. Δεν τάσσεται υπέρ των πολιτικών διώξεων, αλλά καταγγέλλει τις «λυρικές ιδεολογίες». Οι ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει τον πόλεμο της αποσταθεροποίησης, αρνούμενες να ανεχθούν το «κομμουνιστικό καρκίνωμα» στην γειτονιά τους, όμως η ΕΣΣΔ αγνοεί το εμπάργκο, αγοράζοντας ζάχαρη και προσφέροντας πετρέλαιο. «Αυτό που δεν μπορούν να μας συγχωρήσουν οι ιμπεριαλιστές, είναι ότι κάναμε μια σοσιαλιστική επανάσταση που θα την υπερασπιστούμε με τα όπλα», ξεκαθαρίζει τον Απρίλη του 1961 ο Φιντέλ, αμέσως μετά το αμερικανικό φιάσκο στην Πλάγια Χιρόν. Ο Κάστρο αρχίζει να «οχυρώνει» την Κούβα, κυριολεκτικά και μεταφορικά: «Για την επανάσταση όλα. Εναντίον της επανάστασης, τίποτα». Ο Τσε όμως είναι πιο ανεκτικός: «Η ομορφιά δεν έχει τσακωθεί με την επανάσταση», δηλώνει, κρατώντας αποστάσεις από την υποχρεωτική υποταγή και στράτευση της τέχνης και της διανόησης.

1959 στην Αβάνα. Από αριστερά, Ραούλ Κάστρο, Αντόνιο Νούνιες Χιμένες, Τσε Γκεβάρα και Χουάν Αλμέιδα

Όμως είναι άτεγκτος σε ότι αφορά την ασφάλεια της χώρας. Συναντάει τον Νικίτα Χρουστσόφ και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας. Ωστόσο, η κρίση που ακολουθεί και η εγκατάλειψη του σχεδίου από την Μόσχα, τον αναγκάζουν να αλλάξει και αυτός τη «ρουτίνα» του, απογοητευμένος από τις εξελίξεις και το Κρεμλίνο. Συνεχίζει να καλεί τους επαναστάτες σε όλο τον κόσμο να αντιγράψουν το κουβανέζικο πρότυπο και να πολεμήσουν εναντίον της «Διεθνούς του εγκλήματος», όπως χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό στην θρυλική ομιλία του στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ, τον Δεκέμβρη του 1964. Το ίδιο μήνυμα στέλνει δυο μήνες αργότερα, από το βήμα του συνεδρίου της Αφροασιατικής Αλληλεγγύης στο Αλγέρι: «Πρέπει να αλλάξουμε τον άνθρωπο, ο προλεταριακός διεθνισμός είναι ένα καθήκον κατά του κοινού εχθρού, του ιμπεριαλισμού». Τον Μάρτιο του 1965 ο Γκεβάρα εξαφανίζεται από προσώπου γης. Στις αρχές Απριλίου φτάνει μεταμφιεσμένος στο Κογκό για να ξεκινήσει καινούργιο αντάρτικο. Όμως η προσπάθεια θα αποτύχει και οι Κουβανοί θα αναχωρήσουν από την Αφρική μετά από επτά μήνες. Στο μεταξύ, οι πιέσεις στην Κούβα είναι τόσο μεγάλες για να ενημερωθεί ο κόσμος τί έχει απογίνει ο Τσε, ώστε ο Κάστρο αποφασίζει να διαβάσει δημόσια το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Γκεβάρα, γραμμένο αρκετούς μήνες πριν.

1959 στην Αβάνα. Ο Καμίλο Σιενφουέγο μαζί με τον Τσε στο προεδρικό παλάτι

Εκεί ο Τσε επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά «την αλληλεγγύη του στην κουβανέζικη επανάσταση, αλλά προσθέτει πως είναι αποφασισμένος να αφήσει την Κούβα για να υπηρετήσει την επανάσταση στο εξωτερικό. Συμπληρώνει δε, ότι παραιτείται από τα κρατικά αξιώματα και τη θέση του στο κομμουνιστικό κόμμα». Έχει πάρει την απόφασή του να κατευθυνθεί στη Βολιβία, την πρώτη χώρα στην οποία βίωσε από κοντά τη δυστυχία των κατοίκων, στο παρθενικό του ταξίδι στην Λατινική Αμερική. Θέλει να δημιουργήσει εκεί μια νέα «επαναστατική εστία, αντάξια της Αμερικής του Νότου, για να απελευθερώσει τη μεγάλη πατρίδα». Τον Νοέμβριο του 1966, με πλαστό διαβατήριο της Ουρουγουάης και όνομα Ραμόν Μπενίτες, φτάνει κρυφά στην Λα Πας, όπου τον περιμένει η αντάρτικη ομάδα Νιανκαουασού. «Είναι η ώρα της φωτιάς και δεν πρέπει να βλέπουμε παρά μόνο φως», λέει στους δικούς του, χρησιμοποιώντας τη φράση του Χοσέ Μαρτί. «Δεν πρέπει να περιμένουμε μέχρι να ωριμάσουν όλες οι κατάλληλες συνθήκες. Πρέπει να τις δημιουργήσουμε», γράφει στο ημερολόγιο εκστρατείας στη Βολιβία. Στην πραγματικότητα όμως όλα είναι αρνητικά για τον Τσε. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν συνεργάζονται. Μόνο λίγοι νεολαίοι του κομμουνιστικού κόμματος ενώνονται μαζί του. Η επικοινωνία είναι δύσκολη, γιατί οι Ινδιάνοι μιλάνε τη δική τους διάλεκτο. Οι Βολιβιανοί Ρέιντζερς τους καταδιώκουν συνεχώς και σφίγγουν τον κλοιό. Η πείνα, η εξάντληση και οι χαφιέδες είναι πρόσθετοι εχθροί.

Ο Γκεβάρα δεν το βάζει κάτω. «Ένα, δυο, τρία, πολλά Βιετνάμ, αυτό είναι το σύνθημά μας», προσπαθεί να εμψυχώσει τους συντρόφους του. Όμως η Κοτσαβάμπα, ο Ρίο Γκράντε και η Λα Ιγκέρα θα γίνουν συνώνυμα της σύλληψης και της εκτέλεσης του Τσε. Ο θάνατος θα κλείσει το κεφάλαιο της ζωής του, η αιωνιότητα θα κάνει το όνομά του σύμβολο. Hasta la victoria siempre…

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΣΕ

Στη συνέχεια θα θυμηθούμε μέσα από 35 χρονολογίες την πορεία του Τσε Γκεβάρα προς τον θάνατο, 48 χρόνια μετά την 9η Οκτωβρίου του 1967, αρχίζοντας από τη στιγμή που μπήκε στη Βολιβία με πλαστό διαβατήριο μέχρι τη μέρα που τάφηκε – για δεύτερη φορά – στην αγαπημένη του Κούβα.

– 3 Οκτωβρίου 1965: Σε ένα δημόσιο λόγο του, ο Φιντέλ Κάστρο διαβάζει την αποχαιρετιστήρια επιστολή που έγραψε ο Τσε – ήδη από τον Απρίλιο – και με την οποία παραιτείται από όλες τις θέσεις που κατέχει στην κουβανέζικη κυβέρνηση. Το γράμμα καταλήγει: «…νιώθω ότι εκπλήρωσα το καθήκον που με έδενε με την κουβανέζικη επανάσταση και λέω αντίο σε σένα, στους συντρόφους, στο λαό σου που πλέον είναι και δικός μου».

– Φθινόπωρο 1966: Ο Τσε Γκεβάρα φτάνει στη Βολιβία κάπου ανάμεσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη και την πρώτη εβδομάδα του Νοέμβρη, σύμφωνα με διαφορετικές μαρτυρίες. Περνάει τα σύνορα με ψεύτικο διαβατήριο της Ουρουγουάης και σκοπό να οργανώσει ένα αντάρτικο κίνημα. Διαλέγει τη Βολιβία για πολλούς λόγους. Πρώτον γιατί η παρουσία των αμερικανικών μυστικών δυνάμεων είναι μικρή σε σχέση με άλλα κράτη της περιοχής. Δεύτερον γιατί η φτώχεια είναι τόσο μεγάλη που οι κάτοικοι θα δεχτούν πιο εύκολα μια επαναστατική ιδεολογία και τρίτον γιατί συνορεύει με πέντε άλλα κράτη, πράγμα που θα βοηθήσει την εξάπλωση της επανάστασης, αν το αντάρτικο πετύχει.

Η φωτογραφία ήταν το μεγάλο χόμπι του Γκεβάρα

– Άνοιξη 1967: Από τον Μάρτη μέχρι τον Αύγουστο του 1967, ο Τσε και οι αντάρτες του χτυπούν «κατά βούληση» τις Βολιβιανές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες αριθμούν περίπου 20.000 άνδρες. Σε αυτό το διάστημα σκοτώνεται ένας αντάρτης και 30 Βολιβιανοί στρατιώτες.

– 28 Απριλίου 1967: Ο στρατηγός Οβάντο του Βολιβιανού στρατού υπογράφει ένα σύμφωνο συνεργασίας με τον αμερικανικό στρατό, σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ θα εκπαιδεύσουν, θα εκγυμνάσουν και θα οργανώσουν τους βολιβιανούς στρατιώτες.

– 11 Μαΐου 1967: Ο Ουόλτ Ρόστο, σύμβουλος του προέδρου των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, στέλνει ένα σημείωμα στον Λευκό Οίκο, στο οποίο γράφει ότι έχει στα χέρια του την πρώτη αναφορά σύμφωνα με την οποία ο Τσε Γκεβάρα είναι ζωντανός και επιχειρεί στη Νότια Αμερική.

Το περίφημο «πορτραίτο» του Αλμπέρτο Κόρδα (1960)

– Ιούνιος 1967: Ο κουβανικής καταγωγής πράκτορας της CIA, Φέλιξ Ροντρίγκες μιλάει τηλεφωνικώς με έναν αξιωματούχο της CIA, ο οποίος του αναθέτει την αποστολή να βοηθήσει τους Βολιβιανούς να ανακαλύψουν και να συλλάβουν τον Τσε Γκεβάρα. Βοηθός του θα είναι ο «Εδουάρδο Γκονσάλες», ενώ ο ίδιος θα χρησιμοποιεί το ψεύτικο όνομα «Φέλιξ Ράμος Μεδίνα».

– 26-30 Ιουνίου 1967: Ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσίγκιν επισκέπτεται την Κούβα για συνομιλίες με τον Φιντέλ Κάστρο. Στο περιθώριο των συνομιλιών θέτει στον Κουβανό ηγέτη το θέμα της επαναστατικής δραστηριότητας στη Νότια Αμερική. Ασκεί κριτική στην παρουσία του Τσε στη Βολιβία και κατηγορεί τον Κάστρο για τη «ζημιά που προκαλεί στο κομμουνιστικό κίνημα με την υποστήριξή του σε διάφορες αντάρτικες ομάδες που αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές και οι οποίες κινούνται έξω από τα νόμιμα κομμουνιστικά κόμματα, αυτά δηλαδή που είναι αναγνωρισμένα από την ΕΣΣΔ». Η απάντηση του Κάστρο είναι ξεκάθαρη: «Θα υποστηρίξω το δικαίωμα κάθε Λατινοαμερικάνου να συνεισφέρει στην απελευθέρωση της χώρας του».

Comandante guerrillero Ernesto Che Guevara

– 2 Αυγούστου 1967: Οι Ροντρίγκες και Γκονσάλες φτάνουν στην Λα Πας της Βολιβίας, όπου και συναντώνται με όλους τους υπόλοιπους πράκτορες της CIA που βρίσκονται ήδη εκεί.

– 31 Αυγούστου 1967: Ο Βολιβιανός στρατός πετυχαίνει την πρώτη του νίκη εναντίον των ανταρτών του Τσε, σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς και καταφέρνοντας να συλλάβει τον Χοσέ Καστίγιο Τσάβες, γνωστό με το παρατσούκλι «Πάκο». Στο μεταξύ η υγεία του Κομαντάντε κλονίζεται.

Αβάνα, 1962. Ο Τσε μαζί με τον Νικίτα Χρουστσόφ

– 3 Σεπτέμβρη 1967: Ο Φέλιξ Ροντρίγκες πετάει από τη Σάντα Κρουζ στο Βαγεγκράντε για να ανακρίνει τον «Πάκο».

– 15 Σεπτέμβρη 1967: Βολιβιανά αεροσκάφη πραγματοποιούν ρίψη φυλλαδίων σε όλη τη χώρα, πάνω στα οποία αναγράφεται ότι η κυβέρνηση προσφέρει αμοιβή 4.200 δολαρίων για τη σύλληψη του Τσε Γκεβάρα.

– 18 Σεπτέμβρη 1967: Συλλαμβάνονται 15 μέλη μιας κομμουνιστικής ομάδας, επειδή προμήθευαν με εφόδια τους αντάρτες του Τσε στη νοτιοανατολική ζούγκλα της Βολιβίας.

Ψαρεύοντας μαζί με τον Κάστρο στα ανοιχτά της Αβάνας (1960)

– 22 Σεπτέμβρη 1967: Ο Τσε και η ομάδα του φτάνουν στο χωριό Άλτο Σέκο. Ο Ίντι Περέδο, ένας Βολιβιανός αντάρτης, εξηγεί στους χωρικούς τον σκοπό του αντάρτικου κινήματος. Λίγο αργότερα αναχωρούν παίρνοντας μαζί τους τρόφιμα.

– 23 Σεπτέμβρη 1967: Ο υπουργός Εξωτερικών της Βολιβίας, Γκεβάρα Άρσε, έχει στα χέρια του ατράνταχτες πλέον αποδείξεις, ότι ο ηγέτης των ανταρτών είναι ο Τσε Γκεβάρα. Ειδικοί συγκρίνουν δείγματα γραφής, αποτυπώματα και φωτογραφίες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ομάδα του Τσε αποτελείται από Κουβανούς, Περουβιανούς, Αργεντίνους και Βολιβιανούς. Ο Άρσε δηλώνει ότι «δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας κλέψει τη χώρα».

– 24 Σεπτέμβρη 1967: Ο Τσε και οι άντρες του φτάνουν άρρωστοι και εξαντλημένοι στη Λόμα Λάργα, ένα ράντσο κοντά στο Άλτο Σέκο. Μόλις τους βλέπουν οι χωρικοί, φεύγουν όλοι εκτός από έναν.

– 26 Σεπτέμβρη 1967: Οι αντάρτες φτάνουν στο χωριό Λα Ιγκέρα και αντιλαμβάνονται πως όλοι οι άνδρες το έχουν εγκαταλείψει. Ενώ ετοιμάζονται να φύγουν, ακούνε πυροβολισμούς και αναγκάζονται να οχυρωθούν μέσα στο χωριό. Τρεις αντάρτες σκοτώνονται στη συμπλοκή και οι υπόλοιποι υποχωρούν προς τη μεριά του ποταμού Ρίο Γκράντε.

– 27 Σεπτέμβρη 1967: Μετά τη συμπλοκή στην Λα Ιγκέρα, ο Βολιβιανός στρατός κλείνει όλα τα περάσματα ώστε να εμποδίσει τη διαφυγή των ανταρτών και να τους παγιδεύσει. Συλλαμβάνεται ένας αντάρτης με το όνομα «Γκάμπα», ο οποίος βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, γεγονός το οποίο ανεβάζει το ηθικό των στρατιωτών που συνειδητοποιούν ότι οι αντίπαλοί τους δεν είναι ανίκητοι.

Señor ministro. Ο Τσε στο υπουργείο Βιομηχανίας το 1963.

– 30 Σεπτέμβρη 1967: Ο Τσε και η ομάδα του παγιδεύονται από τον στρατό σε ένα φαράγγι της Βάγε Σεράνο, νότια του ποταμού Ρίο Γκράντε, στην περιοχή της Κοτσαβάμπα.

– 7 Οκτωβρίου 1967: Ο Τσε γράφει για τελευταία φορά στο προσωπικό του ημερολόγιο, έντεκα μήνες μετά την έναρξη του αντάρτικου στη Βολιβία. Στο μεταξύ η ομάδα του συναντάει μια γυναίκα που βόσκει κατσίκες και την ρωτούν αν υπάρχουν στρατιώτες στην περιοχή, χωρίς όμως να καταφέρουν να της αποσπάσουν πληροφορίες. Φοβούμενοι ότι μπορεί να τους καταδώσει, της δίνουν 50 πέσος για να εξασφαλίσουν τη σιωπή της. Το βράδυ καταφεύγουν σε μια ρεματιά στην Κεμπράδα δελ Γιούρο.

– 8 Οκτωβρίου 1967, νύχτα: Ο στρατός πληροφορείται ότι μια ομάδα από 17 αντάρτες βρίσκεται στην περιοχή. Πλησιάζει στη ρεματιά και στη συμπλοκή που ακολουθεί μέσα στη νύχτα, δυο Κουβανοί αντάρτες σκοτώνονται. Ο «Ραμόν» (Τσε Γκεβάρα) και ο σύντροφός του, «Γουίλι», προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά πέφτουν πάνω στους όλμους των στρατιωτών. Ο Τσε τραυματίζεται στο γαστροκνήμιο.

– 8 Οκτωβρίου 1967, πρωΐ: Μια γυναίκα ειδοποιεί τον στρατό ότι άκουσε φωνές στη ρεματιά του Γιούρο, κοντά στο σημείο του ποταμού Σαν Αντόνιο. Παραμένει άγνωστο αν πρόκειται για την ίδια γυναίκα που είχαν συναντήσει νωρίτερα οι αντάρτες. Μέχρι το ξημέρωμα, στην περιοχή αναπτύσσονται δυνάμεις του Βολιβιανού στρατού περικυκλώνοντας την ομάδα του Τσε.

Τσε και Κάστρο συνομιλούν

– 8 Οκτωβρίου 1967, μεσημέρι, ώρα 1.30: Αρχίζει η τελευταία μάχη του Τσε στην Κεμπράδα δελ Γιούρο. Ο Σιμόν Κούμπα (Γουίλι) Σαράβια, ένας βολιβιανός εργάτης ορυχείων, οδηγεί την ομάδα. Πίσω του ακολουθεί ο Τσε, ο οποίος δέχεται πυροβολισμούς στα πόδια του και σωριάζεται. Ο Γουίλι τον σηκώνει και προσπαθεί να τον μεταφέρει έξω από τη γραμμή του πυρός, αλλά μια σφαίρα τινάζει το μπερέ του Τσε από το κεφάλι του. Ο Σαράβια ακουμπάει τον Τσε στο έδαφος και αμύνεται πυροβολώντας. Οι Ρέιντζερς συγκεντρώνουν τα πυρά τους στους δυο αντάρτες και σφίγγουν συνεχώς τον κλοιό γύρω τους. Ο Τσε προσπαθεί να πυροβολήσει, αλλά του είναι αδύνατο. Τα πολλαπλά τραύματα τον έχουν εξουθενώσει και τη στιγμή που οι στρατιώτες εμφανίζονται μέσα από τους θάμνους, φωνάζει: «Μην πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω περισσότερο για σας ζωντανός παρά νεκρός». Η μάχη τελειώνει γύρω στις 3.30. Ο Τσε συλλαμβάνεται.

– 8 Οκτωβρίου 1967, απόγευμα: Η είδηση της σύλληψης του Τσε φτάνει με κωδικοποιημένο μήνυμα στο αρχηγείο της Βαγεγκράντε: «Papa cansado» (ο μπαμπάς – κωδική ονομασία του Τσε – είναι κουρασμένος – δηλαδή τραυματισμένος). Ο στρατηγός Σεντένο διατάζει να μεταφερθεί ο Τσε μαζί με τους άλλους κρατούμενους στην Λα Ιγκέρα. Στρατιώτες κουβαλούν τον Κομαντάντε μέσα σε μια κουβέρτα, ενώ ο Σαράβια ακολουθεί από πίσω δεμένος. Φτάνουν στο χωριό λίγο μετά τη δύση και οι δυο κρατούμενοι κλείνονται στο σχολείο. Στη διάρκεια της νύχτας άλλοι 5 αντάρτες φυλακίζονται στον ίδιο χώρο.

Έτοιμος να μιλήσει σε ραδιοφωνικό σταθμό της Κούβας

– 9 Οκτωβρίου 1967, ξημερώματα: Ο Ουόλτ Ρόστο στέλνει εμπιστευτικό μήνυμα στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, με το οποίο τον ενημερώνει ότι οι Βολιβιανές αρχές συνέλαβαν και κρατούν αιχμάλωτο τον Τσε Γκεβάρα. Στο μεταξύ ο στρατηγός Σεντένο και ο Φέλιξ Ροντρίγκες φτάνουν με ελικόπτερο στην Λα Ιγκέρα. Επιθεωρούν τον χώρο και τους κρατούμενους. Χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του, ο Φέλιξ Ροντρίγκες θυμάται: «Ο Τσε ήταν ξαπλωμένος μέσα στη βρομιά, τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του. Έμοιαζε με ένα σωρό σκουπίδια, τα μαλλιά του λαδωμένα, τα ρούχα του κουρέλια. Είχα ανάμικτα συναισθήματα όταν τον πρωτοείδα στην Λα Ιγκέρα. Μπροστά μου βρισκόταν ο άνθρωπος που είχε σκοτώσει πολλούς συμπατριώτες μου. Αλλά παρόλα αυτά, όταν τον κοίταξα, ο τρόπος που κοίταζε το κενό…ειλικρινά ένιωσα λύπη για αυτόν».

Αμέσως μετά ο Ροντρίγκες στέλνει ένα κωδικοποιημένο μήνυμα στο αρχηγείο της CIA στο Λάνγκλεϊ και αρχίζει να φωτογραφίζει το ημερολόγιο του Τσε και άλλα έγγραφα. Αργότερα μιλάει για αρκετή ώρα με τον Τσε και τον φωτογραφίζει. Οι φωτογραφίες που τράβηξε ο Ροντρίγκες βρίσκονται ακόμα στα μυστικά αρχεία της CIA και δεν δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα.

Τσε και Φιντέλ. Barbudos y Comandantes

– 9 Οκτωβρίου 1967, πρωί: Οι Βολιβιανές αρχές αντιμετωπίζουν πλέον το μεγάλο ερώτημα: τι να κάνουν τον Τσε Γκεβάρα; Αποκλείουν τη δίκη, αφού γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα στρέψει τα βλέμματα όλης της υφηλίου πάνω τους και θα προκαλέσει κύματα συμπάθειας και αλληλεγγύης στο πρόσωπο του Τσε. Αποφασίζουν τελικά να τον εκτελέσουν άμεσα, αλλά συμφωνούν ότι η επίσημη εκδοχή θα λέει ότι ο Κομαντάντε υπέκυψε στα τραύματά του στη διάρκεια της μάχης. Ο Φέλιξ Ροντρίγκες παίρνει εντολή από την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της Βολιβίας να θέσει σε ισχύ τις επιχειρήσεις «500» και «600». Το «500» είναι ο βολιβιανός κωδικός για τον Τσε και το «600» η κωδική διαταγή για την εκτέλεσή του. Ο Ροντρίγκες ενημερώνει τον Σεντένο για τη διαταγή, χωρίς όμως να παραλείψει να συμπληρώσει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ, του έχει δώσει σαφείς οδηγίες να κρατήσει τον Τσε ζωντανό με οποιοδήποτε τίμημα. Η CIA έχει ήδη οργανώσει αερογέφυρα για τη μεταφορά του Γκεβάρα στον Παναμά, όπου και σκοπεύει να τον υποβάλλει σε εξαντλητικές ανακρίσεις. Ο Σεντένο όμως αποφασίζει να ακολουθήσει τις δικές του διαταγές και δίνει εντολή να εκτελεστεί ο Τσε. Ο Ροντρίγκες πηγαίνει στο σχολείο και ανακοινώνει στον κρατούμενο την απόφαση των Βολιβιανών αρχών. «Είναι καλύτερα έτσι. Ποτέ δεν έπρεπε να με πιάσουν ζωντανό», απαντά ο Τσε και δίνει στον Ροντρίγκες ένα μήνυμα για τη γυναίκα του και άλλο ένα για τον Φιντέλ. Οι δυο άντρες αγκαλιάζονται και ο Ροντρίγκες φεύγει.

Ανάβοντας το πούρο του. Ο Τσε «ανακάλυψε» τα habanos στην Σιέρα Μαέστρα. Κάπνιζε συνήθως Partagás ή H. Upmann

– 9 Οκτωβρίου 1967, μεσημέρι: Οι στρατιώτες ρίχνουν κλήρο μεταξύ τους για το ποιος θα εκτελέσει τον Τσε. Ο λοχίας Χάιμε Τεράν τραβάει το μικρότερο καλαμάκι και μπαίνει μέσα στο σχολείο για να πυροβολήσει τον Γκεβάρα. Με το που αντικρίζει τον τραυματισμένο επαναστάτη, ο Τεράν τρομοκρατείται και τρέχει πανικόβλητος έξω από την τάξη. Οι ανώτεροί του τον ξαναστέλνουν μέσα και ο Τεράν, χωρίς να κοιτάζει, πυροβολεί με ένα Μ2 Carbine τον Κομαντάντε στο στήθος, στα χέρια και τα πόδια. Είναι μία και δέκα το μεσημέρι όταν ο Τσε πέφτει νεκρός.

– 10 Οκτωβρίου 1967: Οι γιατροί Μοϊσές Μπαπτίστα και Χοσέ Μαρτίνες υπογράφουν στο νοσοκομείο «Señor de Malta» της Βαγεγκράντε το πιστοποιητικό θανάτου του Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Την ίδια μέρα ο στρατηγός Οβάντο ανακοινώνει επίσημα ότι ο Τσε είναι νεκρός.

– 11 Οκτωβρίου 1967: Ο στρατηγός Οβάντο ισχυρίζεται ότι η σορός του Γκεβάρα τάφηκε στην περιοχή της Βαγεγκράντε. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, παίρνει στα χέρια του μια αναφορά από τον Ουόλτ Ρόστο, σύμφωνα με την οποία «ο Τσε Γκεβάρα είναι νεκρός κατά 99%».

Το πτώμα του δολοφονημένου Τσε Γκεβάρα

– 12 Οκτωβρίου 1967: Ο Ρομπέρτο Γκεβάρα, αδερφός του Τσε, φτάνει στη Βολιβία για να παραλάβει τη σορό και να τη μεταφέρει στην Αργεντινή. Ο στρατηγός Οβάντο τον ενημερώνει ότι το νεκρό σώμα του αδερφού του αποτεφρώθηκε.

– 13 Οκτωβρίου 1967: Ο Ουόλτ Ρόστο στέλνει καινούργιο μήνυμα στον Τζόνσον και τον ενημερώνει ότι πλέον δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Γκεβάρα είναι νεκρός.

– 18 Οκτωβρίου 1967: Ο Φιντέλ Κάστρο αποχαιρετάει τον σύντροφό του, Τσε, μαζί με πάνω από ένα εκατομμύριο Κουβανούς που κατακλύζουν την Plaza de la Revolución της Αβάνας. «Η ζωή του είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας. Οι δολοφόνοι του θα απογοητευτούν όταν συνειδητοποιήσουν ότι η τέχνη στην οποία αφιέρωσε τη ζωή και την εξυπνάδα του δεν μπορεί να πεθάνει», είναι τα λόγια του Φιντέλ.

Αξιωματικοί του Βολιβιανού στρατού φωτογραφίζονται μπροστά στον νεκρό Τσε, την επόμενη του θανάτου του

– 1 Ιουλίου 1995: Σε μια συνέντευξή του στον βιογράφο Γιόν Λι Άντερσον, ο Βολιβιανός στρατηγός Μάριο Βάργκας Σαλίνας αποκαλύπτει ότι ήταν παρών στη μαζική ταφή του Τσε και των συντρόφων του κοντά σε έναν αεροδιάδρομο έξω από την Βαγεγκράντε. Αρχίζει αμέσως η έρευνα για να εντοπιστεί ο τάφος, μια έρευνα που θα διαρκέσει δυο χρόνια.

– 5 Ιουλίου 1997: Ο βιογράφος του Τσε, Γιόν Λι Άντερσον, δημοσιεύει στους New York Times ένα άρθρο, στο οποίο αναφέρει ότι οι ειδικοί είναι πλέον 100% σίγουροι ότι ανακάλυψαν το λείψανο του Γκεβάρα στην Βαγεγκράντε.

– 13 Ιουλίου 1997: Ο κουβανέζικος λαός μαζί με τον Φιντέλ Κάστρο υποδέχονται σε μια λαμπρή τελετή στην Αβάνα το λείψανο του Τσε Γκεβάρα.

– 17 Οκτωβρίου 1997: Οι Κουβανοί κηδεύουν τον Τσε Γκεβάρα στην αγαπημένη του Σάντα Κλάρα.

Το μαυσωλείο του Τσε Γκεβάρα στην Σάντα Κλάρα της Κούβας

 

Πηγές: marxists.org, taringa.net, Larousse le siecle rebelle

Βίντεο: «A Cochamba me voy», το τραγούδι που έγραψε ο Χιλιανός Βίκτορ Χάρα για το αντάρτικο του Τσε στην Βολιβία

Βίντεο: «Hasta siempre Comandante», το τραγούδι που έγραψε ο Κουβανός Κάρλος Πουέμπλα για τον Τσε, την επόμενη της ανάγνωσης από τον Φιντέλ Κάστρο στους Κουβανούς της αποχαιρετιστήριας επιστολής του Γκεβάρα

“…όλοι εκτός από τους χαζούς γνωρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις πρέπει να παραμείνουν φτωχές, αλλιώς δεν θα εκβιομηχανιστούν ποτέ.»

— Arthur Young,1771

Η δημοφιλής οικονομική σοφία λέει ότι ο καπιταλισμός ισούται με ελευθερία και ελεύθερες κοινωνίες, σωστά; Αν υποπτεύεστε ότι αυτή η λογική μπάζει νερά, θα σας πρότεινα ένα βιβλίο που λέγεται Η Εφεύρεση Του Καπιταλισμού (The Invention of Capitalism), που το έχει γράψει ένας οικονομικός ιστορικός, με το όνομα Μάικλ Πέρελμαν, ο οποίος έχει εξοριστεί σε ένα μικρό κολλέγιο στην επαρχιωτική Καλιφόρνια, λόγω της έλλειψης συμπάθειας του προς την ελεύθερη αγορά. Ο Πέρελμαν έχει χρησιμοποιήσει ποιοτικά το χρόνο του στην εξορία, ψάχνοντας τα έργα και την αλληλογραφία του Άνταμ Σμιθ και των συγχρόνων του για να γράψει μια ιστορία για την δημιουργία του καπιταλισμού πέρα από το επιφανειακό παραμύθι του «Πλούτου των Εθνών», κατευθείαν από την πηγή, αφήνοντας τον αναγνώστη να διαβάσει τα ίδια τα λόγια των πρώιμων καπιταλιστών, οικονομολόγων, φιλοσόφων, κληρικών και κρατικών αξιωματούχων. Και δεν είναι όμορφα.

Ένα πράγμα που καθιστούν σαφές τα ιστορικά αρχεία, είναι ότι ο Άνταμ Σμιθ και οι φίλοι του του laissez-faire ήταν κρυφο-κρατιστές, οι οποίοι χρειάζονταν σκληρές κυβερνητικές πολιτικές για να μπορέσουν να μετατρέψουν με τη βία τους Εγγλέζους αγρότες σε μια καπιταλιστική εργατική δύναμη, πρόθυμη να αποδεχθεί τη μισθωτή σκλαβιά.

Ο Φράνσις Χάτσεσον, από τον οποίον ο Άνταμ Σμιθ έμαθε τα πάντα για την αξία της φυσικής ελευθερίας, έγραψε: «είναι το μεγάλο σχέδιο των αστικών νόμων να ενδυναμώσουν με πολιτικές κυρώσεις τους πολλούς νόμους της φύσης…Η μάζα πρέπει να μάθει, και να δεσμευτεί από νόμους, για τον καλύτερο τρόπο να διεξάγει τις υποθέσεις της και να ασκεί τη μηχανική τέχνη.»

Ναι, αντίθετα με ότι μπορεί να έχετε μάθει, η μετάβαση σε μια καπιταλιστική κοινωνία δεν έγινε ούτε φυσικά ούτε ομαλά. Βλέπετε, οι Άγγλοι χωρικοί δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τον αγροτικό κοινοτικό τρόπο ζωής τους, να αφήσουν τη γη τους και να πάνε να δουλέψουν για μισθούς κάτω από το όριο της πείνας σε άθλια, επικίνδυνα εργοστάσια που έστηνε η καινούρια πλούσια τάξη των καπιταλιστών γαιοκτημόνων. Και για καλό λόγο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Άνταμ Σμιθ για τους μισθούς της εποχής στη Σκωτία, ένας εργάτης εργοστασίου θα έπρεπε να δουλέψει περισσότερο από τρεις μέρες για να αγοράσει ένα ζευγάρι από βιομηχανικά φτιαγμένα παπούτσια. Αντίθετα θα μπορούσαν να φτιάξει τα δικά του παραδοσιακά παπούτσια με το δικό του δέρμα σε λίγες ώρες, και θα μπορούσε να περάσει την υπόλοιπη μέρα του πίνοντας μπύρες. Δεν είναι δύσκολη επιλογή, ε;

Αλλά για να δουλέψει ο καπιταλισμός, οι καπιταλιστές χρειάζονται μία δεξαμενή φτηνού πλεονασματικού εργατικού δυναμικού. Άρα τί πρέπει να κάνουμε; Να φωνάξουμε την Εθνική Φρουρά!

Έχοντας να αντιμετωπίσουν χωρικούς, που δεν ήθελαν να παίξουν το ρόλο του σκλάβου, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί, ηθικολόγοι, και εξέχουσες επιχειρηματικές φιγούρες άρχισαν να επιχειρηματολογούν υπέρ της κυβερνητικής δράσης. Κατά τη διάρκεια των χρόνων, δημιούργησαν μια σειρά από νόμους και μέτρα, σχεδιασμένους έτσι ώστε να πιεστούν οι αγροτές έξω από το παλιό προς το καινούριο, καταστρέφοντας τα παραδοσιακά τους μέσα αυτάρκειας.

“Οι βάρβαρες πράξεις που σχετίζονται με την διαδικασία της αφαίρεσης από την πλειοψηφία του κόσμου των μέσων παραγωγής μπορεί να φαίνονται μακριά από τη φήμη του laissez-faire της κλασικής πολιτικής οικονομίας», λέει ο Πέρελμαν. «Στην πράξη, η αποστέρηση της πλειοψηφίας των μικροπαραγωγών από τα μέσα παραγωγής, και η κατασκευή του laissez-faire είναι στενά συνδεδεμένες, τόσο πολύ που ο Μαρξ, ή τουλάχιστον οι μεταφραστές του, ονομάτισαν αυτή την αλλοτρίωση των μαζών «πρωταρχική συσσώρευση«.

Ο Πέρελμαν περιγράφει τις πολλές διαφορετικές πολιτικές, μέσα από τις οποίες οι χωρικοί εκδιώχθηκαν από τη γη τους-από τη θέσπιση των νόμων που απαγόρευαν στους χωρικούς να κυνηγούν, στην καταστροφή της παραγωγικότητας με τον περιορισμό των ανθρώπων ταπεινής καταγωγής σε μικρότερα μερίδια γης-αλλά το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου είναι εκεί που διαβάζεις τους συναδέλφους πρωτοκαπιταλιστές του Άνταμ Σμιθ να παραπονιούνται που οι αγρότες είναι τόσο ανεξάρτητοι και ζουν άνετα, ώστε δεν μπορεί να τους εκμεταλλευτεί κανείς κανονικά, και προσπαθούν να βρουν τρόπους, για να τους εξαναγκάσουν να αποδεχτούν τη ζωή της μισθωτής σκλαβιάς.

Αυτό το φυλλάδιο της εποχής δείχνει τη γενικότερη στάση απέναντι στους επιτυχημένους, αυτάρκεις αγρότες της επαρχίας:

Η απόκτηση μίας ή δύο αγελάδων, με ένα γουρούνι, και λίγες χήνες, φυσικά εξυψώνει τον χωρικό….Σουλατσάροντας πίσω από τα γελάδια του, αποκτά τη συνήθεια της νωχελικότητας. Ένα τέταρτο, μισή και σε περιπτώσεις ολόκληρες μέρες χάνονται ανεπαίσθητα. Η εργασία γίνεται αηδιαστική, η αποστροφή μεγαλώνει με την ανοχή. Και επιπρόσθετα η πώληση ενός μη απογαλακτισμένου μοσχαριού, ή γουρουνιού, παρέχει τα μέσα για πρόσθετη τεμπελιά.

Ενώ ένα άλλο φυλλάδιο έγραφε:

Ούτε εγώ μπορώ να συλλάβω μια μεγαλύτερη κατάρα για ένα σώμα ανθρώπων, από το να ριχτούν σε ένα μέρος γης, όπου τα μέσα παραγωγής για συντήρηση και διατροφή, είναι σε μεγάλο βαθμό, αυθόρμητα, και το κλίμα απαιτεί μικρή φροντίδα για ένδυση ή κάλυψη.

Ο Τζον Μπέλερς, ένας Κουακέρος «φιλάνθρωπος» και οικονομικός διανοητής είδε τους ανεξάρτητους χωρικούς σαν ένα εμπόδιο στο σχέδιο του να εξαναγκάσει τους φτωχούς ανθρώπους σε εργοστάσια-φυλακές, όπου θα ζούσαν, θα δούλευαν και θα παρήγαγαν ένα κέρδος της τάξης του 45% για τους αριστοκράτες ιδιοκτήτες:

“Τα Δάση μας και τα Κοινά μας Αγαθά (μετατρέποντας τους Φτωχούς που πέφτουν πάνω τους σε Ινδιάνους) είναι ένα εμπόδιο στη Βιομηχανία, και τρέφουν την Τεμπελιά και την Αυθάδεια.»

Ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο συγγραφέας και έμπορος, σημείωσε ότι στα Σκωτικά Υψίπεδα «οι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά καλά εξοπλισμένοι με προμήθειες…το κρέας ελαφιού υπερβολικά άφθονο, και όλες τις εποχές, νεαρό ή παλιό, το οποίο σκότωναν με τα όπλα όπου το έβρισκαν.»

Για τον Τόμας Πέναντ, ένα βοτανολόγο, αυτή η αυτάρκεια είχε καταστρέψει έναν κατά τα άλλα απολύτως καλό αγροτικό πληθυσμό:

“Οι τρόποι αυτών των ντόπιων μπορούν να περιγραφούν ως εξής:  νωχελικοί σε μεγάλο βαθμό, εκτός από την περίπτωση που ξεσηκώνονται για πόλεμο, ή άλλη ζωογονητική διασκέδαση.»

Αν το να έχεις γεμάτη κοιλιά και παραγωγική γη ήταν το πρόβλημα, τότε η λύση για να στρώσουν αυτοί οι άχρηστοι τεμπέληδες ήταν προφανής: διώξτε τους από τη γη τους και αφήστε τους να πεινάσουν.

Ο Άρθουρ Γιανγκ,ένας δημοφιλής συγγραφέας και οικονομικός διανοητής, που τον σεβόταν ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, έγραφε το 1771: «όλοι παρεκτός από τους χαζούς γνωρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις πρέπει να κρατηθούν φτωχές, αλλιώς δεν θα εκβιομηχανιστούν ποτέ.» Ο σερ Γουίλιαμ Τεμπλ, πολιτικός και αφεντικό του Τζόναθαν Σουίφτ, συμφώνησε και πρότεινε ότι το φαγητό πρέπει να φορολογηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο για να αποτραπεί η εργατική τάξη από μια ζωή «τεμπελιάς και  ακολασίας».

Ο Τεμπλ επίσης ήταν υπέρ του να μπαίνουν τετράχρονα στη δουλειά των εργοστασίων, γράφοντας ότι «με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουμε ότι η μελλοντική γενιά θα έχει συνηθίσει τόσο πολύ στη συνεχή εργασία, έτσι ώστε θα γίνει ευχάριστη και διασκεδαστική για αυτούς». Μερικοί έβρισκαν ότι τεσσάρων χρονών ήταν ήδη πολύ μεγάλα. Σύμφωνα με τον Πέρελμαν, «Ο Τζον Λοκ, συχνά θεωρούμενος σαν φιλόσοφος της ελευθερίας, υποστήριζε την έναρξη της εργασίας στην ώριμη ηλικία των τριών». Η παιδική εργασία επίσης ενθουσίαζε τον Ντεφόε, ο οποίο αγαλλιούσε με την προοπτική ότι «παιδιά στα τέσσερα ή στα πέντε χρόνια θα μπορούσαν να κερδίζουν το ψωμί τους.» Αλλά αυτό μας βγάζει εκτός θέματος…

Χαρούμενα πρόσωπα παραγωγικότητας…

Ακόμα και ο Ντέβιντ Χιουμ, αυτός ο μεγάλος ανθρωπιστής, εξήρε την φτώχεια και την πείνα σαν θετικές εμπειρίες για τις κατώτερες τάξεις, και ακόμα κατηγορούσε ότι για την «φτώχεια» της Γαλλίας έφταιγε ο καλός της καιρός και το γόνιμο έδαφος :

“‘Παρατηρείται πάντα στα χρόνια της έλλειψης, αν δεν είναι ακραία, ότι οι φτωχοί δουλεύουν περισσότερο, και πραγματικά ζουν καλύτερα.»

Ο αιδεσιμότατος Τζόσεφ Τάουνσεντ πίστευε ότι ο περιορισμός στην τροφή ήταν η σωστή μέθοδος:

“[Άμεσος] νομικός εξαναγκασμός [στην εργασία]… αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, βία και φασαρία…ενώ η πείνα ασκεί  ειρηνική, σιωπηλή, αδιαμαρτύρητη πίεση, αλλά σαν το πιο φυσικό κίνητρο στη βιομηχανία καλεί τα πιο  δυνατά μέτρα εξώθησης…Η πείνα δαμάζει και τα πιο τρομερά ζώα, τους μαθαίνει κοσμιότητα και πολιτισμό, υπακοή και υποταγή ακόμα και τους πιο βάρβαρους, τους πιο ξεροκέφαλους, και τους πιο διεστραμμένους.»

Ο Πάτρικ Καχούν, ένας έμπορος που έστησε την πρώτη ιδιωτική «αποτρεπτική αστυνομική δύναμη» στην Αγγλία, για να αποτρέπει τους εργάτες της αποβάθρας, από το να συμπληρώνουν τους πενιχρούς μισθούς τους με κλεμμένα αγαθά, μας δίνει την πιο διαυγή εξήγηση στο πως η πείνα και η φτώχεια συνδέονται με την παραγωγικότητα και την δημιουργία πλούτου:

Η πείνα είναι εκείνη η κατάσταση και η συνθήκη στην οποία το άτομο δεν έχει αποθηκευμένο πλεόνασμα εργασίας, ή με άλλα λόγια, δεν έχει ιδιοκτησία ή μέσα συντήρησης, αλλά μόνο το παραγόμενο προϊόν που αποδίδει συνεχώς η βιομηχανία στα διάφορα επαγγέλματα της κοινωνίας. Η πείνα είναι λοιπόν ένα σημαντικό και αναπόσπαστο συστατικό της κοινωνίας, χωρίς το οποίο έθνη και κοινωνίες δεν θα υπήρχαν σε πολιτισμένη κατάσταση. Είναι ο κλήρος του ανθρώπου. Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς τη φτώχεια, δεν θα υπήρχε εργασία: δεν θα υπήρχαν πλούτη, λεπτότητα, άνεση, και κανένα κέρδος για αυτούς που κατέχουν πλούτο.

Η περίληψη του Καχούν είναι τόσο ακριβής, που πρέπει να επαναληφθεί. Γιατί ότι ήταν αληθινό για τους Εγγλέζους χωρικούς είναι ακόμα αλήθεια για εμάς:

“Η πείνα είναι λοιπόν ένα σημαντικό και αναπόσπαστο συστατικό της κοινωνίας…Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς τη φτώχεια, δεν θα υπήρχε εργασία: δεν θα υπήρχαν πλούτη, λεπτότητα, άνεση, και κανένα κέρδος για αυτούς που κατέχουν πλούτο».

ΠΗΓΗ

Του Heming Olaussen

Το 2014 είναι έτος πολιτικής επετείου. 2000 χρόνια νωρίτερα η Νορβηγία απέκτησε το Σύνταγμά της (Grunnloven), γεγονός το οποίο γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 17 Μαΐου παντού στην χώρα με εκδηλώσεις στα σχολεία και ομιλίες. Και στις 28 Νοεμβρίου είναι τα 20 χρόνια από το τελευταίο ΟΧΙ του Νορβηγικού λαού στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι συνδέει αυτά τα δύο σπουδαία για την πολιτική ιστορία της Νορβηγίας γεγονότα; Και γιατί το κίνημά μας «Όχι στην ΕΕ» το αποκαλεί διπλή επέτειο και κάνει γι αυτό εκστρατεία;

Το 1814 η Νορβηγία τελούσε υπό την κυριαρχία της Δανίας, επισήμως ήταν ‘ένωση’ αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για αποικία. Μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους η Δανία ήταν απ΄ τους χαμένους και με την Συνθήκη του Κίελου τον Ιανουάριο του 1814 αποφασίστηκε η Νορβηγία να δοθεί στην Σουηδία ως λάφυρο. Αυτό οδήγησε σε ξεσηκωμό στην Νορβηγία. Οι ελίτ (ευγενείς, μεγάλοι ακτήμονες και άλλοι) συγκεντρώθηκαν, αποφάσισαν να απορρίψουν την Συνθήκη του Κιέλου και συγκάλεσαν Συντακτική Εθνοσυνέλευση (Stortinget). Το αποτέλεσμα ήταν το Νορβηγικό Σύνταγμα, το οποίο ψηφίστηκε από αντιπροσώπους του λαού που τους εξέλεξε σε συνελεύσεις στις εκκλησίες σε όλη την χώρα.

Βαθιά επηρεασμένο από την Γαλλική Επανάσταση και το Αμερικάνικο Σύνταγμα, ένα από τα πιο ριζοσπαστικά συντάγματα στην Ευρώπη υιοθετήθηκε και υπεγράφη στις 17 Μαΐου 1814. Η Σουηδία επέβαλε την ένωση με τα όπλα αλλά παρόλ’αυτά η Εθνοσυνέλευση συνέχισε να θεωρεί το Σύνταγμα ως το νομικό πλαίσιο της Νορβηγικής Δημοκρατίας κατά την διάρκεια της ένωσης με τη Νορβηγία μέχρι την Ανεξαρτησία , το 1905. Στην ουσία η Νορβηγία αυτοδιοικείτο εκτός από την εξωτερική πολιτική.

Η υιοθέτηση από την Νορβηγία της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας ήταν ένα μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη. Μόλις το κύμα δημοκρατίας της Γαλλικής Επανάστασης πέρασε, όλοι οι βασιλικοί οίκοι ήθελαν να πάρουν εκδίκηση και τα περισσότερα συντάγματα είτε ακυρώθηκαν είτε παραμερίστηκαν. Το Νορβηγικό Σύνταγμα όμως όχι μόνο επέζησε αλλά αποτέλεσε την βάση για την συνεχή προσπάθεια της Νορβηγίας για δημοκρατία μέχρι το 1913 (δόθηκε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες) και το 1919 (πλήρη πολιτικά δικαιώματα σε όλους ανεξαιρέτως)

«Η Νορβηγία είναι ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο, ενιαίο και αδιαίρετο βασίλειο», σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του συντάγματος.

Και ακριβώς γι’ αυτό ήταν η εκστρατεία το 1994 (καθώς και το 1972): έπρεπε η Νορβηγία να συνεχίσει ως ελεύθερο και ανεξάρτητο βασίλειο ή θα έπρεπε η Νορβηγία να υποταγεί σε μια απομακρυσμένη κυβέρνηση στις Βρυξέλλες; Και στα δύο δημοψηφίσματα ο λαός είπε ξεκάθαρα ότι θέλει να κυβερνά ο ίδιος τον εαυτό του και όχι να τον κυβερνούν άλλοι.

Το «Όχι στην Ευρώπη» γιορτάζει τώρα τα 200 χρόνια από το πρώτο Σύνταγμα και τα 20 χρόνια από την νίκη του ΟΧΙ του 1994 ακριβώς στην βάση αυτών των ίδιων αρχών:

Η Νορβηγία κυβερνάται από τον λαό της Νορβηγίας.

Η Νορβηγία είναι ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος.

Ο αγώνας για το 2014 παραμένει ο ίδιος. Όχι τόσο για την ένταξη στην ΕΕ – περίπου το 70% του λαού λέει ΟΧΙ στην ΕΕ– όσο για την Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, σύμφωνα με την οποία γινόμαστε παρ όλ’ αυτά μέλος της ΕΕ σε μια κοινή αγορά και υποχρεωνόμαστε να δεχόμαστε νόμους και οδηγίες, τις οποίες δεν θα έπρεπε να δεχόμαστε ως μη μέλος της ΕΕ.

Έτσι ο αγώνας συνεχίζεται για την ελευθερία, την δημοκρατία και την ανεξαρτησία της Νορβηγίας. Το 2014 όπως το 1994 και το 1814.

*Ο Heming Olaussen είναι επικεφαλής του κινήματος «Όχι στην ΕΕ»

ΠΗΓΗ: www.neitileu.no Μέσω http://www.facebook.com/dimitris.kazakis.5

     Η πολιτική ανυπακοή – civil disobedience – είναι μια θεωρία της πολιτικήςφιλοσοφίας, που αναφέρεται στην άρνηση του πολίτη να υπακούσει ή να συμμορφωθεί με νόμο ή άλλη προσταγή της πολιτικής εξουσίας που θεωρεί ανήθικο, άδικο ήπαράλογο, με σκοπό η πολιτική εξουσία να πειστεί ή να εξαναγκαστεί να καταργήσει ή να τροποποιήσει αυτόν τον νόμο ή την προσταγή.

Οι ρίζες αυτής τηςθεωρίας ανιχνεύονται ήδη στην «Αντιγόνη», που θάβει το αδελφό της παρά την απαγόρευση του Κρέοντα, επειδή αυτό της επιτάσσει η συνείδησή της.

Η θεωρία μορφοποιήθηκε πάντως στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Αμερικανό Henry David Thoreau και το δοκίμιό του «Πολιτική Ανυπακοή.

Η θεωρία της πολιτικής ανυπακοής, ή όπως αλλιώς αποκαλέστηκε, βρίσκεται στη βάση της πολιτικής σκέψης και πράξης του Gandhi .και του αγώνα κατά του βρετανικού αποικιοκρατικού καθεστώτος στην Ινδία ή του Martin Luther King και του αγώνακατά του apartheid.

Ο Thoreau διατύπωσε τη θεωρία του με την εξής αφορμή: Αρνήθηκε να πληρώσει τους φόρους του με το σκεπτικό πως, όταν καταβάλλεις το φόρο, δέχεσαι και την πολιτική της κυβέρνησης που υποστηρίζει το καθεστώς της δουλείας και τον μεξικανικό-αμερικανικό πόλεμο, πολιτική που όμως θεωρεί άδικη και ανήθικη. Πρέπει επομένως να αρνηθείς να πληρώσεις το φόρο, όχι μόνο για να μην έρθεις σεσύγκρουση με τη συνείδησή σου, αλλά και για να εκφράσεις την αντίθεσή και την διαμαρτυρία σου στην πολιτική αυτή.

Στην ουσία, η θεωρία της πολιτικής ανυπακοής αντιδιαστέλλει την τυπική νομιμότητα μιας κυβέρνησης, που έχει εκλεγεί νόμιμα και έχει την πλειοψηφία του λαού, από την ηθική νομιμοποίησή της. Προβάλλει το γεγονός πως η απόφαση της πλειοψηφίας, που μπορεί να είναι καθ’ όλα νόμιμη, δεν είναι εξ ορισμού δίκαιη και ηθική. Ο πολίτης οφείλει να υπακούσει στη συνείδησή του και να μην υπακούσει στον άδικο και ανήθικο νόμο, γιατί έτσι μόνο υπηρετεί πραγματικά την πατρίδα του.

Η πράξη πολιτικής ανυπακοής διαφοροποιείται συνεπώς από την άρνηση εφαρμογής ενός νόμου για λόγους καθαρά ιδιωτικού συμφέροντος. Η άρνηση υπακοής εκκινεί από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και όχι από κάποιο προσωπικό όφελος.Γι’ αυτό και πρέπει να είναι πράξη ενσυνείδητη, ο πολίτης πρέπει δηλαδή να έχει συνείδηση του πολιτικού στόχου που θέλει να υπηρετήσει με την υπακοή, και πράξη δημόσια και διαφανής, να δηλώνεται δηλαδή ή πάντως να προκύπτει σαφώς οπολιτικός στόχος. Η πολιτική ανυπακοή αποσκοπεί στο να πείσει την κοινή γνώμηγια το ορθό και δίκαιο της ανυπακοής και να εξαναγκάσει την πολιτική εξουσία να αποσύρει το άδικο μέτρο και να αλλάξει την πολιτική της. Μπορεί να είναι ατομική ή και συλλογική. Συνήθως είναι μη βίαιη και ειρηνική. Γι’ αυτό και εκείνος που ασκεί πολιτική ανυπακοή δεν αποφεύγει τις νομικές κυρώσεις που επισύρει η πράξη του: Ο ίδιος ο Thoreau άλλωστε πήγε φυλακή για την άρνησή του να πληρώσει τον φόρο.

Η πολιτική ανυπακοή εμφανίζεται ως η ύστατη λύση, το “ultimum refugium” όταν δεν έχουν ευδοκιμήσει τα νόμιμα μέσα που διαθέτει ο πολίτης για να διαμαρτυρηθεί απέναντι στην πολιτική εξουσία για την προσταγή που θεωρεί άδικη ή ανήθικη. Η πολιτική ανυπακοή αναπτύσσει επομένως τη σημασία της ακριβώς σε εκείνα τα πεδία όπου το θετό δίκαιο συγκρούεται με θεμελιώδεις αρχές ή αξίες της κοινωνικής συμβίωσης. Μπορεί η προσταγή να είναι μεν σύμφωνη με τον τύπο καιτο γράμμα του νόμου, έρχεται όμως σε σύγκρουση με το αξιακό σύστημα στο οποίοστηρίζεται η κοινωνική συμβίωση και το Σύνταγμα.

Κοντά στην έννοια της πολιτικής ανυπακοής βρίσκεται το δικαίωμα αντίστασης. Σε αντίθεση με την πολιτική ανυπακοή, που δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμά μας,το δικαίωμα αντίστασης προβλέπεται στο ακροτελεύτιο άρθρο 120 παρ.4 τουΣυντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».

Το δικαίωμα αντίστασης του άρθρου 120 παρ.4 εισήχθη στο Σύνταγμά μας το 1975,ως απάντηση στη βίαιη κατάλυση του πολιτεύματος με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Στην ιστορία των δημοκρατιών πάντως, το δικαίωμα αντίστασης είναι πολύ παλαιότερο και αποτελεί κεκτημένο του πολιτικού και συνταγματικούμας πολιτισμού. Οι ρίζες του βρίσκονται ήδη στην Μαγκνα Κάρτα του 1215: Η πίστη και υπακοή στον άρχοντα είχε ως αμοιβαίο αντάλλαγμα την υποχρέωσή του να προστατεύει τον υποτελή υπήκοο, και έπαυε όταν ο άρχοντας δεν πληρούσε την υποχρέωσή του αυτή.. Αυτή η «συναλλακτική» αντίληψη της υποχρέωσης υπακοής στους νόμους αποτελεί και τη βάση της έννοιας του «κοινωνικού συμβολαίου», που διαμόρφωσαν ο Locke και ο Rousseau, και στην οποία στηρίζεται όλη η θεωρία του συνταγματικού δημοκρατικού κράτους: Η κοινωνική συμβίωση βασίζεται σε μια πρωταρχική, θεμελιώδη συμφωνία μεταξύ των πολιτών και της πολιτικής εξουσίας, συμφωνία γύρω από τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης. Οι πολίτες δέχονται να υπαχθούν στις επιταγές της πολιτικής εξουσίας με αντάλλαγμα την προστασία των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων.Η συμφωνία αυτή καταγράφεται στο Σύνταγμα, που κατοχυρώνει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και ρυθμίζει την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.. Όταν όμως η πολιτική εξουσία παραβιάζει το Σύνταγμα σε βαθμό ώστε να κλονίζονται οι θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης, και να καταλύεται στην πράξη η πρωταρχική συμφωνία, ο πολίτης αποδεσμεύεται από αυτήν. Στην περίφημη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» της γαλλικής Επανάστασης, που αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη κείμενα του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού, η αντίσταση στην τυραννία καταγράφεται ως ένα από τα φυσικά και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου.

Το δικαίωμα αντίστασης του άρθρου 120 παρ.4 του Συντάγματος δεν αφορά απλά την περίπτωση όπου ένας νόμος ή μια πράξη της πολιτικής εξουσίας είναι αντίθετα μετο Σύνταγμα. αλλά κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Αφορά την περίπτωση όπου οι πράξεις της πολιτικής εξουσίας συνιστούν – όχι μόνον άμεσα, αλλά και έμμεσα -«κατάλυση με τη βία του Συντάγματος». Όταν δηλαδή η πολιτική της κυβέρνησης καταλήγει να προσβάλλει τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος στις οποίες στηρίζεται το «κοινωνικό συμβόλαιο» κυβέρνησης και πολιτών, όπως η μορφή του πολιτεύματος, οι οργανωτικές του βάσεις ή το αξιακό σύστημα που πραγματώνει το Σύνταγμα.

Όπως η πολιτική ανυπακοή, έτσι και το δικαίωμα αντίστασης είναι το ultimumrefugium για τον πολίτη όταν οι εγγυήσεις και οι μηχανισμοί που το ίδιο τοΣύνταγμα προβλέπει για την τήρησή του, όπως π.χ. η προσφυγή στα δικαστήρια, δεν λειτουργούν. Πηγάζει στην πραγματικότητα από την ίδια την υποχρέωση των πολιτών να τηρούν το Σύνταγμα, όπως άλλωστε προβλέπει ρητά και το άρθρο 120 παρ. 4, που επαφίει την τήρηση του Συντάγματος στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Το Σύνταγμα προβλέπει εξ άλλου στο άρθρο 120 παρ.2 πως «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων» .Το δικαίωμα αντίστασης αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση των Ελλήνων να υπερασπίζονται το Σύνταγμα όταν οι πράξεις της πολιτικής εξουσίας ισοδυναμούν με κατάλυσή του. Είναι θεμελιώδες στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας, μάλιστα στην αυθεντική και πρωτογενή της μορφήως έκφραση της ίδιας της συντακτικής εξουσίας. . ..

Νέδα Κανελλοπούλου

Επίκουρη καθηγήτρια Συγκριτικού Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

http://dikaio.panteion.gr/index.php/tmima/didaktiko-prosopiko/184-cv

Ήταν ένα πείραμα πάνω στη φύση του φασισμού και των αιτίων της υποστήριξής του από απλούς ανθρώπους, που έγινε από το δάσκαλο της ιστορίας Ρον Τζόουνς.
Είδε ότι δε μπορούσε να απαντήσει σε μια βασική ερώτηση των μαθητών του:
Πώς ήταν δυνατόν απλοί άνθρωποι να υποστηρίξουν ένα καθεστώς όπως αυτό του Ναζισμού, να τηρήσουν στάση σιωπής ή και συμμετοχής στις ωμότητες που διεξάγονταν, και επιπλέον όταν όλα τελείωσαν να αρνηθούν ότι είχαν έστω και γνώση για αυτά που γίνονταν;
Ο Τζόουνς αποφάσισε να απαντήσει, δίνοντας ένα μικρό δείγμα στην πράξη.

Αν  και ξεκίνησε σαν απλή άσκηση πειθαρχίας, το πείραμα προς το τέλος του ξέφυγε από τον έλεγχο…
====================================
Το πείραμα προσέλκυσε το ενδιαφέρον του ψυχολόγου Φίλιπ Ζιμπάρντο, που αρκετά αργότερα διεξήγαγε το πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ, που και αυτό αφορούσε συνθήκες υπακοής/καταπίεσης.

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ

Δεν μας έφθαναν όλα μας τα προβλήματα, έχουμε και τους μονάρχες να κάνουν δηλώσεις.

Τι μας νοιάζει για το τι λέει ο βασιλιάς της Ολλανδίας στο Κοινοβούλιο της χώρας του; Για την ακρίβεια ποιος θυμάται καν ότι η Ολλανδία έχει ακόμα βασιλιά;

Κι όμως, μόνο διαβάζοντας τέτοια “ψιλά” των ειδήσεων θα μπορέσουμε να πάρουμε μια ιδέα για το μέγεθος των αλλαγών που έρχονται. Οι οποίες αλλαγές, το έχουμε ξαναπεί, δεν αφορούν μόνο τη “διεφθαρμένη” Ελλάδα των τεμπέληδων και των φοροφυγάδων.

Αφορούν όλο τον κόσμο, εκτός από τις χώρες που δε διαθέτουν κάποιο οργανωμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Αυτές που ως τώρα θεωρούνταν υποανάπτυκτες, αλλά που όπως φαίνεται αποτελούν το πρότυπο ανάπτυξης του νεοφιλελευθερισμού.

Ο βασιλιάς της Ολλανδίας ανακοίνωσε ούτε λίγο, ούτε πολύ, το τέλος του κοινωνικού κράτους σε μια χώρα η οποία μέχρι πρόσφατα μας έκανε μάθημα δημοσιονομικής διαχείρισης. Προτού, βέβαια, αρχίσουν να φαίνονται τα πρώτα σύννεφα στην οικονομία της. Ή, μάλλον, προτού παραδεχθεί η κυβέρνηση της Ολλανδίας ότι υπάρχει πρόβλημα.

Εάν η υψομετρικά υποβαθμισμένη, αλλά οικονομικά ανεπτυγμένη αυτή χώρα αντιμετωπίζει τέτοιο θέμα, χωρίς τις παθογένειες που ταλαιπωρούν την Ελλάδα, τότε τι ελπίδα θα είχαμε εμείς να αποφύγουμε το αδιέξοδο;

Προφανώς καμία. Ακόμα και αν διορθώνονταν όλα τα κακώς κείμενα δεκαετιών εν μία νυκτί. Ακόμα και αν δεν υπήρχαν ποτέ. Ακόμα κι αν πλήρωνες τους φόρους σου, δόλιε φοροφυγά. Ακόμα κι αν δούλευες νυχθημερόν, τεμπέλη δημόσιε υπάλληλε. Ακόμα κι αν έκοβες αποδείξεις ανεύθυνε ταξιτζή.

Τι όμορφα που καταρρέει όλο το ενοχικό κατασκεύασμα το οποίο με τόσο κόπο έχουν χτίσει οι κυβερνήσεις της κρίσης για να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, αλλά παράλληλα και για να αποκρύψουν αυτό που πλέον αναγκάζονται άλλοι να παραδεχθούν: ότι το σύστημα δε λειτουργεί.

Όχι το κρατικοδίαιτο-πελατειακό σύστημα της Ελλάδας, αλλά το οικονομικό σύστημα όπως αυτό εφαρμόζεται με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες στην πραγματικότητα. Είτε μιλάμε για την Ολλανδία, είτε για τις ΗΠΑ, είτε για την ημί-αυτόνομη ευρωπαϊκά Μεγάλη Βρετανία.

Σε όλες αυτές τις χώρες και όχι μόνο, το δημοσιονομικό πρόβλημα είναι από ορατό έως εξόφθαλμο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει άμεσο πρόβλημα είναι ότι ουσιαστικά χτίζει την ευημερία της πάνω στις πλάτες της υπόλοιπης Ευρώπης.

Το μοντέλο που προωθείται στην Ολλανδία ως λύση, όπως και στην Ελλάδα, είναι αυτό του νεοφιλελευθερισμού.

«Εξαιτίας κοινωνικών εξελίξεων, όπως η παγκοσμιοποίηση και η γήρανση του πληθυσμού, η αγορά εργασίας και οι δημόσιες υπηρεσίες μας δεν είναι πλέον κατάλληλες για τις ανάγκες των καιρών»

Δεν καταλαβαίνω. Η σύγχρονη ιατρική και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου κατάφεραν να αυξήσουν το προσδόκιμο ζωής για να γίνει τι; Για να μας πουν ότι… ζούμε πολύ πια και είμαστε ασύμφοροι; Παράλληλα, το ίδιο βιοτικό επίπεδο και οι οικονομικές απαιτήσεις που έχουμε για την ανατροφή των παιδιών μας (αλλά και για τη δική μας ποιότητα ζωής) έχουν μειώσει τα ποσοστά γεννητικότητας. Το ποσοστό του ενεργού εργατικού δυναμικού μειώνεται σταθερά σε σχέση με εκείνο των συνταξιούχων στις περισσότερες χώρες της Δύσης.

Ωστόσο, οι συνταξιούχοι πλήρωναν τις εισφορές τους μία ζωή. Στην Ελλάδα τα χρήματα αυτά υπεξαιρέθηκαν ανερυθρίαστα από το κράτος. Στην Ολλανδία όμως; Γιατί δεν επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις; Φταίει μόνο η άνοδος του προσδόκιμου; Δηλαδή όλοι αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν μια ζωή για να έχουν πέντε χρόνια σύνταξη; Ή όφειλαν οι μισοί από αυτούς να πεθάνουν νωρίτερα για να έχουν σύνταξη οι υπόλοιποι;

Μήπως φταίει ότι τα έξοδα περίθαλψης και νοσηλείας είναι υπέρογκα; Μήπως στο όνομα του κέρδους οι φαρμακοβιομηχανίες προωθούν συνεχώς νέες, πανάκριβες χημικές θεραπείες, τη στιγμή που υπάρχουν είτε παλιότερα, πιο αποτελεσματικά φάρμακα, είτε φυσικές θεραπείες που δεν αποφέρουν, όμως, υπερκέρδη;

Μήπως η ελεύθερη αγορά που είναι, υποτίθεται, καλή για την οικονομική ανάπτυξη είναι τελικά πολύ κακή για την υγεία και για την ευημερία μας;

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κυβερνήσεις που ήταν επί δεκαετίες στο κρεβάτι με τις καπνοβιομηχανίες, επειδή αποκόμιζαν μεγάλα έσοδα από τους φόρους, το ξανασκέφτηκαν όταν οι έρευνες έδειξαν πως το κόστος αντιμετώπισης των καρκίνων ήταν πολλαπλάσιο από τα έσοδα αυτά. Κανείς δε νοιάστηκε για τη δημόσια υγεία. Το πρόβλημα ήταν και πάλι οικονομικό.

Και η παγκοσμιοποίηση που κολλάει; Μήπως στο ότι ο σκοπός είναι να φθάσουν μισθοί και εργασιακά δικαιώματα σε επίπεδο Μπαγκλαντές, αντί για να αναβαθμιστούν οι τριτοκοσμικές χώρες; Φυσικά οι πολυεθνικές, οι οποίες εκμεταλλεύονται το απροστάτευτο εργατικό δυναμικό αυτών των χωρών, θα έτριβαν τα χέρια τους εάν ξαφνικά δεν χρειαζόταν να μεταφέρουν το εμπόρευμα από την Ασία στις αγορές τους. Εάν δηλαδή έφερναν το Μπαγκλαντές στην έδρα τους.

«Το κλασσικό κοινωνικό κράτος αργά αλλά σταθερά μετατρέπεται σε μια ‘συμμετοχική κοινωνία’, όπου οι πολίτες θα πρέπει να φροντίζουν τον εαυτό τους ή να δημιουργούν λύσεις από την κοινωνία των πολιτών για να αντιμετωπίσουν προβλήματα όπως η συνταξιοδότηση»

Και να που η συνταξιοδότηση έγινε “πρόβλημα”. Μόνο που δεν είναι πρόβλημα, είναι δικαίωμα, όπως και η κοινωνική ασφάλιση είναι δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που υιοθέτησαν τα Ηνωμένα Έθνη το 1948. Είναι λιγότερο δικαίωμα τώρα, επειδή αυξήθηκε το προσδόκιμο ζωής και επειδή παγκοσμιοποιηθήκαμε;

Ποια είναι αυτή η περίφημη “συμμετοχική κοινωνία”; Δεν συμμετείχε, δηλαδή, ως τώρα κάθε εργαζόμενος με τις εισφορές και τους φόρους που πλήρωνε; Τώρα, λοιπόν, ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει το δικό του ιδιωτικό πρόγραμμα ασφάλισης και συνταξιοδότησης. Και είναι ελεύθερος να χάσει ίσως τα πάντα αν η εταιρεία την οποία εμπιστεύτηκε χρεωκοπήσει μετά από 10, 20, 30 και βάλε χρόνια. Διότι αν κάποιος πρέπει να εργάζεται ως τα 70 για να συνταξιοδοτηθεί και ξεκινήσει να εργάζεται από 20 ετών (άντε 25-26 αν σπουδάσει και πάει στρατό) αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία της επιλογής του θα πρέπει να κρατήσει 55-60 χρόνια τουλάχιστον.

Το παράδειγμα της Lehman Brothers, η χρεωκοπία της οποίας αποτέλεσε το πρώτο κομμάτι του ντόμινο της κρίσης, απέδειξε ότι καμία εταιρεία, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των χρημάτων όσων την έχουν εμπιστευτεί. Και πως θα μπορούσε, άλλωστε, όταν αδυνατεί να το κάνει πια το ίδιο το κράτος;

Αυτό που κατ’ ευφημισμό ονομάζει ο βασιλιάς της Ολλανδίας (στο λόγο που του έγραψαν άλλοι) “συμμετοχική κοινωνία” στην ουσία δεν είναι καν κοινωνία όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Θα είναι ένα σύνολο ανθρώπων που προσπαθεί να επιβιώσει, ο καθένας με τα δικά του μέσα, πολεμώντας λυσσαλέα για μια θέση εργασίας όπου θα πληρώνεται ελάχιστα και στην οποία δε θα έχει κανένα απολύτως δικαίωμα. Το μέλλον, όπως διαγράφεται, παραπέμπει στο “Λιμάνι της αγωνίας” του Καζάν και όχι στον ελπιδοφόρο κόσμο που “πουλάει” η διαφήμιση της Κόκα-Κόλα.

Και αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Ακολουθώντας τη λογική πορεία της ελαχιστοποίησης του κράτους, δε θα καταργηθεί μόνο το ασφαλιστικό σύστημα, αλλά τελικά και το δημόσιο σύστημα υγείας και εκπαίδευσης. Με δεδομένη τη συνεχή πίεση για μείωση μισθών καθώς και την αύξηση της ανεργίας, η παιδεία και η υγειονομική περίθαλψη θα είναι πολυτέλεια για τους πολλούς. Πως θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει πρόγραμμα ιδιωτικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης ο μισθωτός των 400 Ευρώ; Τι θα τρώει, που θα μένει; Αλίμονο δε, στον άνεργο και στο χαμηλοσυνταξιούχο που θα αρρωστήσουν σοβαρά…

Και αν αυτό το σενάριο φαντάζει ακόμα μακρινό για την Ολλανδία, είναι ωστόσο πολύ πιο ρεαλιστικό για την Ελλάδα.

Καταστροφολογία, θα πουν πολλοί. Ωστόσο, ποιος θα πίστευε πριν από λίγα χρόνια ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο κύριος ρυθμιστικός παράγοντας της παγκόσμιας οικονομίας, θα βρίσκονταν τόσο κοντά σε στάση πληρωμών στο δημόσιο; Ποιος θα φανταζόταν ότι θα άκουγε ποτέ τον βασιλιά μιας χώρας όπως η Ολλανδία, η οποία βρίσκεται μέσα στις 20 πλουσιότερες του κόσμου, να ανακοινώνει ουσιαστικά την επερχόμενη κατάργηση του κοινωνικού κράτους;

Αυτός ο ξανθός κυριούλης, το επάγγελμα του οποίου είναι να κάνει την ομιλούσα διακόσμηση σε εθιμοτυπικές επισκέψεις φορώντας στολές και σειρήτια, δηλώνει ατάραχος από τον χρυσοκέντητό του θρόνο ότι το κράτος που συντηρεί τον ίδιο και την εξίσου διακοσμητική του οικογένεια, αφήνει πλέον τους πολίτες του στην τύχη τους. Αν αυτό δεν είναι ειρωνεία, τότε δεν ξέρω τι είναι.

ΠΗΓΗ

BIA

Στις μέρες μας, ενώ στους δρόμους καίγονται κάδοι απορριμμάτων και στα κοινοβούλια πυρπολούνται δημοκρατικές κατακτήσεις, το πολιτικώς ορθόν είναι να καταδικάζουμε τη βία.
Ίσως η βία να είναι πάντα βία, αλλά τα κίνητρα για την χρήση της δεν είναι πάντα ηθικώς ισοδύναμα. Δεν είναι ίδια η βία της αυθαιρεσίας και της επίθεσης με αυτήν που προσπαθεί να μας προστατεύσει απ’ αυτές. Δεν είναι ίδια η βία που γεννιέται απ’ τον ρατσισμό και τις διακρίσεις με αυτήν που γεννιέται από την μάχη εναντίον τους. Δεν είναι ίδια η βία που ασκεί κανείς για να επιβάλλει τα προσωπικά του συμφέροντα με αυτήν που χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση του κοινού συμφέροντος. Δεν είναι ίδια η βία που καταδικάζει κάποιον στην έσχατη φτώχεια με αυτήν του απεγνωσμένου αγώνα να ξεφύγει κανείς από εκείνη.
Απ’ όλα όμως τα είδη βίας, η χειρότερη είναι αυτή που ασκείται με το γάντι: αυτή που, υπό το πέπλο μιας κάλπικης δημοκρατικής νομιμότητας, ασκείται από την εξουσία προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων,. Αυτή των κυβερνήσεων που, αντί να εγγυώνται το δικαίωμα στην ειρηνική διαμαρτυρία, συστηματικά πνίγουν στα χημικά αυτούς που αγωνίζονται να το ασκήσουν ώστε να μην αισθάνονται συνένοχοι στην αδικία∙ αυτή των «εκπροσώπων» με τα κλειστά αυτιά που δεν τολμούν καν να πλησιάσουν στο παράθυρο του κοινοβουλίου τους για να δουν ότι, εδώ και καιρό, κυβερνούν με γυρισμένη την πλάτη στους πολίτες που βυθίζονται όλο και περισσότερο στην απελπισία∙ η βία των επαναλαμβανόμενων ψεμάτων προς τους πολίτες, απ’ τους οποίους στερούν ένα δημοψήφισμα για να αποφαίνονται σχετικά με συμφωνίες που θα τους δεσμεύσουν για πολλά χρόνια και που υπογράφονται εν ονόματί τους από δωσίλογες κυβερνήσεις αμφισβητούμενης δημοκρατικής νομιμοποίησης∙ η βία τού να έχουν αφήσει άστεγους 30.000 ανθρώπους να κοιμούνται σε χαρτόκουτα για ακόμα έναν χειμώνα∙ η βία τού να έχουν ήδη οδηγήσει το 21% του πληθυσμού της χώρας στο κατώφλι της φτώχειας∙ η βία τού να καταδικάζουν μία ολόκληρη γενιά στην ανεργία, στην ξενιτιά ή στην εξαθλίωση του να εργάζονται για 500 ευρώ και να βομβαρδίζονται με φόρους∙ η βία τού να κόβουν την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος σε οικογένειες την ίδια στιγμή που χαραμίζουν πόρους για να επιχορηγούν τις τράπεζες∙ η βία που καθιστά αναγκαίο να υποθηκεύεται κανείς εφόρου ζωής απέναντι στα λόμπυ της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας ώστε να γίνει άξιος του θεμελιώδους δικαιώματος στην κατοικία∙ η βία τού να διαλύουν το κοινωνικό και δημοκρατικό Κράτος για να αντισταθμιστεί η ασυνειδησία των πολιτικών και η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία∙ η βία τού να εκχωρούν τον εθνικό πλούτο και την εθνική κυριαρχία υποτάσσοντας και εκφοβίζοντας τους πραγματικούς τους εντολείς.
Αυτή είναι η βία που πρέπει να καταδικάζουμε, η ατιμώρητη βία που ασκείται με το γάντι, η άσπιλη βία των υποκριτών, που σιωπούν όντας εν πλήρει συνειδήσει συνένοχοι ενός συστήματος που παράγει πλουσιοπάροχα εξαθλίωση, εκμετάλλευση, ανισότητα, αποικιοποίηση, πόλεμο και θάνατο, και που, παρ’ όλα αυτά, θορυβημένοι κάνουν μια χειρονομία καταδίκης όταν βλέπουν να εκτοξεύεται καμιά πέτρα ή να καίγεται κάποιος κάδος σκουπιδιών.
Η Βία, με την πρωταρχική και ετυμολογική της σημασία, είναι μία ζωτική δύναμη, μία εσωτερική ορμή∙ η δύναμη που τρέφει μια ιδέα, ένα συλλογισμό, μία πράξη, ένα σώμα, μια πολιτεία, ακόμα και μία αρετή. Η Βία, στην αρχαία Ελλάδα, ήταν θεότητα αρχέγονη, που στις πλαγιές του Ακροκορίνθου μοιραζόταν ιερό με την Ανάγκη∙ «βίαν τε και δίκην συναρμόσας» ο Σόλων σφυρηλάτησε τους νόμους της Δημοκρατίας∙ και ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι, κατά βάθος, η Δικαιοσύνη δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μία βία που προσπαθεί να επιβληθεί της αυθαιρεσίας και της ανισότητας, μία βία που πρέπει ν’ ασκεί κανείς στον εαυτό του ώστε να δρά σύμφωνα με την αλήθεια και αποδίδοντας στον καθένα αυτό που του αξίζει.
Είναι η χρήση της δύναμης, και όχι η ίδια η δύναμη, αυτό που η ηθική οφείλει να κρίνει. Το να καταδικάζουμε τη βία πάντα θα φαίνεται «πολιτικώς ορθόν»∙ μεγάλη προσοχή όμως στην δημαγωγία.

Στις μέρες μας, ενώ στους δρόμους καίγονται κάδοι απορριμμάτων και στα κοινοβούλια πυρπολούνται δημοκρατικές κατακτήσεις, το πολιτικώς ορθόν είναι να καταδικάζουμε τη βία.
Ίσως η βία να είναι πάντα βία, αλλά τα κίνητρα για την χρήση της δεν είναι πάντα ηθικώς ισοδύναμα. Δεν είναι ίδια η βία της αυθαιρεσίας και της επίθεσης με αυτήν που προσπαθεί να μας προστατεύσει απ’ αυτές. Δεν είναι ίδια η βία που γεννιέται απ’ τον ρατσισμό και τις διακρίσεις με αυτήν που γεννιέται από την μάχη εναντίον τους. Δεν είναι ίδια η βία που ασκεί κανείς για να επιβάλλει τα προσωπικά του συμφέροντα με αυτήν που χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση του κοινού συμφέροντος. Δεν είναι ίδια η βία που καταδικάζει κάποιον στην έσχατη φτώχεια με αυτήν του απεγνωσμένου αγώνα να ξεφύγει κανείς από εκείνη.
Απ’ όλα όμως τα είδη βίας, η χειρότερη είναι αυτή που ασκείται με το γάντι: αυτή που, υπό το πέπλο μιας κάλπικης δημοκρατικής νομιμότητας, ασκείται από την εξουσία προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων,. Αυτή των κυβερνήσεων που, αντί να εγγυώνται το δικαίωμα στην ειρηνική διαμαρτυρία, συστηματικά πνίγουν στα χημικά αυτούς που αγωνίζονται να το ασκήσουν ώστε να μην αισθάνονται συνένοχοι στην αδικία∙ αυτή των «εκπροσώπων» με τα κλειστά αυτιά που δεν τολμούν καν να πλησιάσουν στο παράθυρο του κοινοβουλίου τους για να δουν ότι, εδώ και καιρό, κυβερνούν με γυρισμένη την πλάτη στους πολίτες που βυθίζονται όλο και περισσότερο στην απελπισία∙ η βία των επαναλαμβανόμενων ψεμάτων προς τους πολίτες, απ’ τους οποίους στερούν ένα δημοψήφισμα για να αποφαίνονται σχετικά με συμφωνίες που θα τους δεσμεύσουν για πολλά χρόνια και που υπογράφονται εν ονόματί τους από δωσίλογες κυβερνήσεις αμφισβητούμενης δημοκρατικής νομιμοποίησης∙ η βία τού να έχουν αφήσει άστεγους 30.000 ανθρώπους να κοιμούνται σε χαρτόκουτα για ακόμα έναν χειμώνα∙ η βία τού να έχουν ήδη οδηγήσει το 21% του πληθυσμού της χώρας στο κατώφλι της φτώχειας∙ η βία τού να καταδικάζουν μία ολόκληρη γενιά στην ανεργία, στην ξενιτιά ή στην εξαθλίωση του να εργάζονται για 500 ευρώ και να βομβαρδίζονται με φόρους∙ η βία τού να κόβουν την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος σε οικογένειες την ίδια στιγμή που χαραμίζουν πόρους για να επιχορηγούν τις τράπεζες∙ η βία που καθιστά αναγκαίο να υποθηκεύεται κανείς εφόρου ζωής απέναντι στα λόμπυ της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας ώστε να γίνει άξιος του θεμελιώδους δικαιώματος στην κατοικία∙ η βία τού να διαλύουν το κοινωνικό και δημοκρατικό Κράτος για να αντισταθμιστεί η ασυνειδησία των πολιτικών και η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία∙ η βία τού να εκχωρούν τον εθνικό πλούτο και την εθνική κυριαρχία υποτάσσοντας και εκφοβίζοντας τους πραγματικούς τους εντολείς.
Αυτή είναι η βία που πρέπει να καταδικάζουμε, η ατιμώρητη βία που ασκείται με το γάντι, η άσπιλη βία των υποκριτών, που σιωπούν όντας εν πλήρει συνειδήσει συνένοχοι ενός συστήματος που παράγει πλουσιοπάροχα εξαθλίωση, εκμετάλλευση, ανισότητα, αποικιοποίηση, πόλεμο και θάνατο, και που, παρ’ όλα αυτά, θορυβημένοι κάνουν μια χειρονομία καταδίκης όταν βλέπουν να εκτοξεύεται καμιά πέτρα ή να καίγεται κάποιος κάδος σκουπιδιών.
Η Βία, με την πρωταρχική και ετυμολογική της σημασία, είναι μία ζωτική δύναμη, μία εσωτερική ορμή∙ η δύναμη που τρέφει μια ιδέα, ένα συλλογισμό, μία πράξη, ένα σώμα, μια πολιτεία, ακόμα και μία αρετή. Η Βία, στην αρχαία Ελλάδα, ήταν θεότητα αρχέγονη, που στις πλαγιές του Ακροκορίνθου μοιραζόταν ιερό με την Ανάγκη∙ «βίαν τε και δίκην συναρμόσας» ο Σόλων σφυρηλάτησε τους νόμους της Δημοκρατίας∙ και ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι, κατά βάθος, η Δικαιοσύνη δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μία βία που προσπαθεί να επιβληθεί της αυθαιρεσίας και της ανισότητας, μία βία που πρέπει ν’ ασκεί κανείς στον εαυτό του ώστε να δρά σύμφωνα με την αλήθεια και αποδίδοντας στον καθένα αυτό που του αξίζει.
Είναι η χρήση της δύναμης, και όχι η ίδια η δύναμη, αυτό που η ηθική οφείλει να κρίνει. Το να καταδικάζουμε τη βία πάντα θα φαίνεται «πολιτικώς ορθόν»∙ μεγάλη προσοχή όμως στην δημαγωγία.

PEDRO OLLALA

Ας δούμε τέσσερα ενδεχόμενα-αναλύσεις για την κίνηση της κυβέρνησης να συλλάβει τους ναζί:

Ενδεχόμενο 1ο: Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ξύπνησε τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά του Ελληνικού κράτους, το οποίο αποφάσισε να επέμβει δυναμικά και να βάλει εδώ ένα τέλος. Σενάριο για χαχόλους και νεοφιλελέδες τύπου Μπογδάνος και Atenistas. Το κράτος δεν έχει εμφανίσει ποτέ αντιφασιστικά χαρακτηριστικά, είτε ενεργά είτε σε αδράνεια. Το τελείως αντίθετο συμβαίνει, οπότε μπορούμε να πούμε ότι αυτό το ενδεχόμενο δεν στέκει. Ξεπερνάει και την πιο καλόπιστη φαντασία.

Ενδεχόμενο 2ο: Το αντιφασιστικό κίνημα πέτυχε μια τεράστια νίκη και, σε συνδυασμό με κάποιες εσωτερικές κόντρες στο πολιτικό σύστημα (κυρίως στην «δεξιά πολυκατοικία») αναγκάζει το κράτος να επέμβει. Η κλασσική αριστερή ανάγκη να βρεί νίκες και κινήματα. Το αντιφασιστικό κίνημα υπάρχει, ισχυροποιείται και εμπλέκει σιγά σιγά περισσότερο κόσμο από τους συνήθεις υπόπτους, αλλά δεν μπορεί να αναγκάσει το κράτος να κόψει το δεξί του χέρι, διαλύοντας την Χρυσή Αυγή. Έδω μέχρι τώρα δεν κατάφερε να το αναγκάσει να μαζέψει τα ίδια τα στελέχη του που συνεχώς προωθούν τις λογικές της Χρυσής Αυγής, πόσο μάλλον να διαλύσει την οργάνωση.

Ενδεχόμενο 3ο: Η Χρυσή Αυγή τρώει ψήφους από την Νέα Δημοκρατία, άρα η Νέα Δημοκρατία την πετάει εκτός παιχνιδιού για να επαναφέρει τους χαμένους ψήφους. Η πρόταση αυτή είναι αληθής. Πράγματι, οι φασίστες κρύβονταν για χρόνια μέσα στην Νέα Δημοκρατία και η Χρυσή Αυγή ήταν η ευκαιρία τους για να βγουν στο φώς. Η Νέα Δημοκρατία τους θέλει πίσω. Σε συνδυασμό με την ανάληψη της Ευρωπαϊκής Προεδρίας και τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις για την δράση της Χρυσής Αυγής, η κυβέρνηση κόβει το κεφάλι της οργάνωσης πρόσκαιρα, ώστε να εξυπηρετήσει βραχυπρόθεσμους σκοπούς της.

Ενδεχόμενο 4ο: Το κράτος εφαρμόζει την θεωρία των άκρων. Πολύ απλά, το κράτος στριμώχνει την Χρυσή Αυγή και μόλις τελειώσει το πανηγύρι, θα θελήσει να «εξαφανίσει» και το άλλο άκρο. Οι μνημονιακές πολιτικές μένουν στην μέση του πολιτικού φάσματος, οι εκφραστές τους παρουσιάζονται σαν μετριοπαθείς και προστάτες της δημοκρατίας και για άλλη μια φορά, στρέφονται ενάντια της αριστεράς.

Ο Κρανιδιώτης το είπε ξεκάθαρα: μετά την Χρυσή Αυγή, έρχεται η σειρά σας. Θα κάνουμε ότι τελειώνουμε με το ένα άκρο. Φυσικά, οι πυρήνες της οργάνωσης θα υπάρχουν ακόμα, το δηλητήριο που χύθηκε στην κοινωνία θα υπάρχει ακόμα, τα τεράστια ποσοστά των ναζί στα σώματα ασφαλείας θα υπάρχουν ακόμα, και θα χρησιμοποιούνται κανονικά. Ο πραγματικός στόχος θα είναι όμως οι «άλλοι»: οτιδήποτε καταγράφεται ως αριστερό/αναρχικό και κινηματικό. Το άλλο άκρο.

Οι εικόνες των δεμένων νεοναζί είναι πάρα πολύ ευχάριστες. Είναι ότι πρέπει για να αρχίσεις την Κυριακή σου, με καφέ, τσιγάρο και τη μούρη του Μιχαλολιάκου όταν τον τράβανε στην φυλακή. Παρόλα αυτά, το κράτος δεν κυνήγησε τόσο καιρό την Χρυσή Αυγή γιατί την χρησιμοποιεί. Η μέγιστη αξία χρήσης της δεν είναι το ξύλο, αλλά ο ρατσισμός και το μίσος που απλώνει στην κοινωνία, γιατί αλλάζουν την κουβέντα. Συσκοτίζουν την πραγματικότητα. Αυτό, η τωρινή κυβέρνηση και οποιαδήποτε μνημονιακή κυβέρνηση, το έχει απόλυτη ανάγκη, με τον ίδιο τρόπο που έχει απόλυτη ανάγκη τα ΜΜΕ. Το κράτος δείχνει να κυνηγάει την Χρυσή Αυγή τώρα, και όταν ανακοινώσει ότι τελείωσε, θα στραφεί προς τα αριστερά. Ακόμα και αν το κράτος κυνηγάει τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής γιατί το βολεύει στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν επιτήθεται στις ιδέες της. Αυτές σε μεγάλο βαθμό τις ενστερνίζεται και τις εγκολπώνει. Η αντιμετώπιση του άλλου άκρου όμως είναι μια διαφορετική υπόθεση: εκεί το κράτος χτυπά αποφασιστικά, όπως έκανε με τις καταλήψεις και τα στέκια. Η επίθεση αυτή έχει αρχίσει εδώ και καιρό, το βλέπουμε όλοι. Δεν θα σταματήσουν τώρα, πόσο μάλλον που η θεωρία των άκρων τους δίνει το καλύτερο πάτημα για να το κάνουν.

ΠΗΓΗ

Το σημαντικότερο για την οικονομία μίας χώρας δεν είναι η ανταγωνιστικότητα, αλλά η παραγωγικότητα. Ειδικότερα, δεν δημιουργείται διαρκής, πόσο μάλλον «αειφόρος» πλούτος εκ μέρους εκείνων των κρατών, τα οποία εμπορεύονται και εξάγουν τα προϊόντα τους στις παγκόσμιες αγορές, αλλά σε εκείνα, τα οποία εκμεταλλεύονται τους έμψυχους και άψυχους πόρους τους, όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα – σε αυτά δηλαδή που διαθέτουν υψηλή παραγωγικότητα.

 

Η αιτία είναι το ότι, μόνο έτσι μπορεί ο ίδιος αριθμός ανθρώπων σε μία χώρα να παράγει περισσότερα αγαθά, τα οποία τίθενται στη διάθεση του πληθυσμού της – ενώ το βιοτικό επίπεδο ενός κράτους δεν αυξάνεται αυτόματα, όταν αυξάνονται οι εξαγωγές του, αλλά όταν κάποια στιγμή εισρέουν στην οικονομία του νέα εμπορεύματα, με τη βοήθεια των χρημάτων που εισπράττει από τις εξαγωγές (τα χρήματα δεν τρώγονται).   

 

Σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα, οι μισθοί των εργαζομένων δεν είναι συνήθως ποτέ τόσο χαμηλοί, όσο θα ήταν απαραίτητο – ενώ όταν μία χώρα μειώνει τους μισθούς, δεν γίνεται αυτόματα πλουσιότερη. Αντίθετα, εάν ένα κράτος επικεντρωθεί στην παραγωγικότητα, οι αμοιβές μπορούν να αυξάνονται, χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα στην οικονομία του. Όλα όσα ακούγονται λοιπόν σε σχέση με το μονόδρομο της ανταγωνιστικότητας είναι ένας μύθος – ο οποίος δεν οδηγεί φυσικά στον παράδεισο που υπόσχεται, αλλά στην υπερβολική αύξηση των κερδών των πολυεθνικών κυρίως εταιρειών και του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίου”.

 

Άρθρο

 

Εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν έχουν νόημα οι δημόσιες αντιπαραθέσεις, ειδικά αυτές που διεξάγονται στα τηλεοπτικά μέσα, γνωρίζοντας πως αυτό που συνήθως επιδιώκεται δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας – όπως, για παράδειγμα, η ανάλυση του ορθολογικού τρόπου της λειτουργίας ενός κράτους, η λύση προβλημάτων με τη συνεργασία των άλλων, καθώς επίσης η εύρεση των εναλλακτικών δυνατοτήτων εξόδου από μία μεγάλη κρίση, όπως η σημερινή.

 

Η αιτία είναι το ότι, δεν ζούμε προφανώς σε έναν ιδανικό κόσμο, όπου ο διάλογος και η αντιπαράθεση θα είχαν ως βασικό σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας ή, τουλάχιστον, τη σύγκλιση των απόψεων. Αντίθετα, ζούμε σε έναν κόσμο μάλλον προβληματικό, όπου οι άνθρωποι δεν αναζητούν το σωστό αλλά προσπαθούν, απλά και μόνο, να επικρατήσουν στις διάφορες αντιπαραθέσεις – έχοντας ως βασικό κίνητρο την ιδιοτέλεια και όχι τον αλτρουισμό.

 

Ο Σοπενχάουερ ονόμασε αυτού του είδους τις ανόητες αντιπαραθέσεις, τις οποίες βιώνουμε καθημερινά είτε στο Κοινοβούλιο, είτε στα διάφορα τηλεοπτικά μέσα, «Εριστική Διαλεκτική» – ως την τέχνη δηλαδή του να λογομαχεί κανείς με έναν τέτοιον τρόπο, ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του, είτε έχει δίκιο, είτε άδικο.

 

Όπως έλεγε δε ειρωνικά, σκιαγραφώντας τη συγκεκριμένη τεχνική, την οποία είχαν ανακαλύψει και δίδασκαν έναντι αμοιβής οι σοφιστές στην αρχαία Ελλάδα, «Σε μία αντιπαράθεση πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια ή, μάλλον, να την εκλάβουμε ως μία τυχαία συγκυρία – έτσι ώστε να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας, ιδίως δε στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου«.

 

Αναφερόμενος τώρα στα διάφορα τεχνάσματα (αντιπερισπασμός, επίκληση της αυθεντίας και όχι της λογικής, εξόργιση του αντιπάλου, προσωπικές επιθέσεις, υπεκφυγές, αντιστροφή ή εκτροπή της συζήτησης, γενικεύσεις, ψευδείς αποδείξεις κλπ.), τόνισε εδικά ότι, δεν υπάρχει γνώμη, όσο παράλογη και αν είναι, την οποία οι άνθρωποι να μην είναι έτοιμοι να την ασπασθούν, μόλις πεισθούν πως είναι κοινώς αποδεκτή – όπως, για παράδειγμα, την παράλογη θέση σήμερα, σύμφωνα με την οποία η μοναδική λύση της Ελλάδας είναι το ΔΝΤ, καθώς επίσης οι δανειακές συμβάσεις υποτέλειας, με τα μνημόνια και τους νόμους εφαρμογής τους, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τους!

 

Οι άνθρωποι είναι σαν τα πρόβατα, μας λέει, τα οποία ακολουθούν τον αρχηγό του κοπαδιού, όπου και αν τους οδηγήσει. Πολύ περισσότερο, θα προτιμούσαν να τον ακολουθήσουν ακόμη και στο θάνατο, παρά να σκεφθούν από μόνοι τους – πόσο μάλλον να σηκωθούν από τους καναπέδες τους, να αποτινάξουν τη μιζέρια και να πολεμήσουν για το βιοτικό επίπεδο, κυρίως δε για την ελευθερία τους.

 

Περαιτέρω, πάντοτε κατά τον ίδιο, εάν μία οποιαδήποτε εσφαλμένη γνώμη φτάσει στο σημείο να γίνει ευρέως αποδεκτή όπως, για παράδειγμα, η «αρετή της ανταγωνιστικότητας», την οποία «εξαίρει», εγκωμιάζει και επαινεί συνεχώς η πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας, τότε ακόμη και οι λίγοι, οι οποίοι είναι σε θέση να κρίνουν, θα σιωπήσουν – επειδή διαφορετικά θα χαρακτηρίζονταν ως «πνεύματα αντιλογίας», θρασείς, εγωκεντρικοί, αναξιόπιστοι ή ταραξίες.

 

Από τη στιγμή εκείνη και μετά λοιπόν μιλούν μόνο όσοι είναι εντελώς ανίκανοι να σχηματίσουν οι ίδιοι οποιαδήποτε γνώμη ή κρίση – αφού «παπαγαλίζουν» απλώς τις απόψεις των άλλων, υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα τις συγκεκριμένες ανόητες γνώμες με υπερβάλλοντα ζήλο, με ματαιοδοξία, ακόμη και με μισαλλοδοξία, σαν να ήταν δικές τους. Εάν κανείς εξετάσει από αυτήν την οπτική γωνία τη στάση ορισμένων Ελλήνων υπουργών ή βουλευτών σήμερα, οι οποίοι υποστηρίζουν σχεδόν με μανία τα μνημόνια υποτέλειας και το ΔΝΤ, θα κατανοήσει καλύτερα τι ακριβώς εννοούμε   

 

Με απλούστερα λόγια, ελάχιστοι είναι ικανοί να σκεφθούν ή πρόθυμοι να αναζητήσουν τις κατάλληλες πηγές, έτσι ώστε να σχηματίσουν τη δική τους άποψη. Επειδή όμως όλοι θέλουν να έχουν άποψη, δεν απομένει παρά να ενστερνισθούν έτοιμες απόψεις άλλων – αντί να κουραστούν οι ίδιοι, δημιουργώντας τις δικές τους.

 

Το γεγονός αυτό είναι απολύτως κατανοητό τόσο στο ΔΝΤ, όσο και στα ΜΜΕ, τα οποία γνωρίζουν πολύ καλά την ευκολία, με την οποία χειραγωγείται ο όχλος, η μάζα, το πλήθος – αρκεί να του «σερβιριστούν» απόψεις, από ένα κατάλληλα επιλεγμένο «πάνελ» άβουλων καθηγητών, ετερόφωτων πολιτικών, φημισμένων δημοσιογράφων ή διανοουμένων «μισθοφόρων», με την ετικέτα «κοινώς αποδεκτές». 

 

Η ΕΛΛΑΔΑ  

 

Στα παραπάνω πλαίσια, εάν αναφέρει κανείς ότι η Ελλάδα είναι ένα πάμπλουτο, πολλαπλά προικισμένο κράτος, το οποίο έχει τα μικρότερα οικονομικά προβλήματα σε σχέση με πολλές άλλες χώρες, ενώ υπάρχουν στη διάθεση του αρκετές εναλλακτικές λύσεις εξόδου από την κρίση δημοσίου χρέους, θα αντιμετωπισθεί σίγουρα πολύ επιφυλακτικά, εάν όχι εντελώς εχθρικά ή απαξιωτικά – ακόμη και όταν τεκμηριώνει τη θέση του με ανάλογους πίνακες (Ι), οι οποίοι δεν προέρχονται βέβαια από τον ίδιο, αλλά από διεθνείς οργανισμούς.  

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Συνολικά χρέη 2011, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ

 

Χώρα

Σύνολο

Τράπεζες

Επιχειρήσεις

Νοικοκυριά

Δημόσιο

Ιρλανδία

1.166

689

245

123

109

Μ. Βρετανία

847

547

118

101

81

Ιαπωνία

641

188

143

77

233

Ισπανία

457

111

192

87

67

Γαλλία

449

151

150

61

87

Βέλγιο

435

112

175

53

95

Πορτογαλία

422

61

149

106

106

Ιταλία

377

96

110

50

121

Η.Π.Α.

376

94

90

92

100

Ελλάδα*

333

22

74

71

166

Γερμανία

321

98

80

60

83

Πηγή:MM (IMF)

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

 

Η αιτία είναι προφανώς η «κοινώς αποδεκτή άποψη» που δημιουργήθηκε έντεχνα από τους έμπειρους εισβολείς, σύμφωνα με την οποία η υπαγωγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ και στα μνημόνια είναι μονόδρομος – με την κατάρρευση και τη χρεοκοπία να περιμένουν στη γωνία, εάν τυχόν θελήσει να επιβάλλει διαφορετικά μέτρα (ανάλυση μας), πόσο μάλλον να επανακτήσει την εθνική της κυριαρχία, εκδιώκοντας τους μισθοφόρους των διεθνών τοκογλύφων. 

 

Περαιτέρω, εάν αναφερθεί πως η Ελλάδα είναι ένα πολύ νεαρό έθνος, το οποίο απελευθερώθηκε σχετικά πρόσφατα και όχι εξ ολοκλήρου (χάρτης που ακολουθεί), μετά από σχεδόν 20 αιώνες σκλαβιάς (πιθανότατα από το 168 π.Χ., όπου ηττήθηκε στην Πύδνα το Βασίλειο της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους, έως το 1821 – το 1912 για τη Θεσσαλονίκη), οπότε οι απαιτήσεις απέναντι του πρέπει να είναι ανάλογες, δεν θα βρεθούν πολλοί υποστηρικτές της ίδιας άποψης – πόσο μάλλον αφού η πλειοψηφία αποδέχεται μόνο την οθωμανική κατοχή και όχι αυτήν της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, των Φράγκων κοκ.

Συνεχίζοντας, σίγουρα θα αντιμετωπίσει κάποιος προβλήματα, εάν τυχόν υποστηρίξει ότι, ένα έθνος χαρακτηρίζεται από τη γεωγραφική του θέση, από τη γλώσσα, από την ιστορία, από το γενετικό κώδικα, από τον πολιτισμό, καθώς επίσης από τη θρησκεία του – όπου όμως η τελευταία θρησκεία των Ελλήνων ήταν οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου ενώ ο Χριστιανισμός, κρίνοντας τουλάχιστον από το χώρο που δημιουργήθηκε, καθώς επίσης από την Παλαιά Διαθήκη, είναι μία θρησκεία με εβραϊκές κυρίως ρίζες (σε κάποιο βαθμό βέβαια).   

 

Σε κάθε περίπτωση, η θρησκεία των Ελλήνων προήγαγε τη γνώση, την τέχνη και τον πολιτισμό, ενώ δεν επιβάρυνε την ανθρωπότητα με τους δεκάδες αιώνες του σκοταδισμού των μεσαιωνικών χρόνων και της αυστηρής τιμωρίας – η οποία εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, από τους χριστιανούς προτεστάντες Γερμανούς ή από άλλους λαούς.

 

Σύμφωνα δε με αρκετούς, δεν είναι εύλογο να θεωρούμε πως οι Έλληνες, οι οποίοι έδωσαν τα φώτα του πολιτισμού στη Δύση, συνεχίζοντας να είναι η βασική πηγή της γνώσης σε ολόκληρο τον πλανήτη, πίστευαν σε μία άνευ νοήματος θρησκεία – όσο και αν η πανέμορφη αυτή θρησκεία, «στολισμένη» από μία εξαιρετική μυθολογία, από ένα πραγματικά πολύτιμο κόσμημα για την ανθρωπότητα, αποτελεί πλέον παρελθόν.

 

Ολοκληρώνοντας, σε σχέση με τους παραπάνω «ασύμμετρους» προβληματισμούς, αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι εμείς οι Έλληνες είναι αφενός μεν η «αλλοτρίωση» του πληθυσμού μετά από τόσους αιώνες δουλείας, αφετέρου η νεαρότητα του κράτους μας – γεγονός που σημαίνει ότι, χρειάζεται βοήθεια εκ μέρους μας για να εξελιχθεί, καθώς επίσης για να μπορέσει να παραμείνει ελεύθερο και ανεξάρτητο. Οφείλουμε δε να προσπαθήσουμε, όλοι μαζί και από κοινού, χωρίς ανόητες αντιπαλότητες και κενές αντιπαραθέσεις, να ξεφύγουμε από την παγίδα του χρέους, στην οποία οδηγηθήκαμε δόλια – όσο περισσότερο μπορούμε, επιλέγοντας τον καλύτερο δυνατό δρόμο και απορρίπτοντας τις «ετοιμοπαράδοτες απόψεις».

 

Στην προσπάθεια μας αυτή τίποτα απολύτως δεν πρέπει να είναι «ταμπού» για κανέναν μας – ειδικά η συνταγματική αλλαγή του πολιτεύματος, με κατεύθυνση την άμεση δημοκρατία, αφού χωρίς αυτήν είναι σχεδόν απίθανο να επιλυθεί το πρόβλημα της καταπολέμησης του πελατειακού κράτους, αποφεύγοντας την ανεπιθύμητη κατάλυση του κοινωνικού κράτους, το οποίο δυστυχώς συντηρεί το πελατειακό (άρθρο μας).   

 

Στη συνέχεια, θα θέλαμε να αναφερθούμε ξανά στα δύο άλλα προβλήματα της πατρίδας μας, τα οποία δεν είναι λιγότερο σημαντικά από τα οικονομικά: στα κοινωνικά και στα πολιτικά, χωρίς να επεκταθούμε στα πολιτισμικά ή στα μεταναστευτικά, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη ενασχόληση.      

 

ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ

 

Σίγουρα δεν είναι λίγοι αυτοί, οι οποίοι γνωρίζουν τι συμβαίνει «εκεί έξω», στα «γκέτο» της Αθήνας, πέρα από τη συνεχώς διευρυνόμενη «νοητική απαγορευτική γραμμή», όπως την αποκαλούν χαρακτηριστικά οι ταξιτζήδες – αλλά και στις «σκοτεινές γωνίες» των μεγάλων ή μικρών άλλων πόλεων της χώρας μας.

 

Ο θυμός, η απογοήτευση, η πίκρα και η (αυτό) καταστροφική μανία συσσωρεύονται μέρα με την ημέρα, προδιαγράφοντας εξελίξεις που αδυνατούμε σήμερα να συλλάβουμε με τα φαντασία μας. Πρόκειται για ένα ηφαίστειο που «βράζει», για μία πηγή πόνου και πίκρας, η οποία διαρκώς διευρύνεται – από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, στα μεσαία και, πολύ σύντομα, στα υψηλότερα.

 

Η ανεργία, πόσο μάλλον η αδυναμία απασχόλησης των νέων, θα οδηγήσει σε μία τρομακτική έκρηξη του ηφαιστείου, από την οποία πολύ δύσκολα θα ξεφύγουν όλοι όσοι τελικά δεν θα μεταναστεύσουν. Αρκεί να ακούσει κανείς την «υποκοσμική» (underground) μουσική των νεαρών Ελλήνων, ένα συνδυασμό ρεμπέτικων και σύγχρονων ήχων, με εξαθλιωμένους στίχους, γεμάτους πόνο, αυτοκαταστροφικές τάσεις, έντονη πίκρα, αποστροφή, απογοήτευση και αηδία για τα κοινωνικά πρότυπα (Πολιτική, Εκκλησία, ΜΜΕ, Αστυνομία, Δικαστική Εξουσία κλπ), για να καταλάβει πόσο κοντά βρισκόμαστε στην καταστροφή, δια μέσου της απόλυτης κοινωνικής «σήψης».

 

Συνεχίζοντας, η χώρα μας δεν είναι ψυχικά υγιής, με την έννοια ότι «καθορίζεται» όλο και περισσότερο από την προσαρμογή του ατόμου στις ανάγκες της κοινωνίας του – δυστυχώς όχι από την προσαρμογή της κοινωνίας, στις ανάγκες του ανθρώπου. Μία υγιής κοινωνία δίνει προοπτικές στους νέους, ενώ αναπτύσσει την ικανότητα του ατόμου να αγαπά τους συνανθρώπους του, να μορφώνεται, να καλλιεργείται, να εργάζεται δημιουργικά, να είναι ευτυχισμένος, να εξελίσσει τη λογική του, να διαμορφώνει σωστά την αντικειμενικότητα του και να έχει μία αίσθηση του εγώ, η οποία να βασίζεται στην εμπειρία των δικών του παραγωγικών δυνάμεων (E.From).

 

Αντίθετα, μία βαριά άρρωστη κοινωνία, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, είναι εκείνη που καλλιεργεί την αποστροφή, την αμοιβαία εχθρότητα, τη βία και τη δυσπιστία – η οποία μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε άβουλο όργανο χρήσης και εκμετάλλευσης των άλλων, αποστερώντας του την αίσθηση του εγώ.

 

Περαιτέρω γνωρίζοντας ότι, η μη ικανοποίηση των βασικών αναγκών μας (πείνα, δίψα, ύπνος) οδηγεί στην παράνοια, ενώ η περιορισμένη «κάλυψη» τους, η μη ποιοτική και ποσοτική δηλαδή, δημιουργεί νευρώσεις, ανάλογες με το βαθμό της (μη) «εξυπηρέτησης» των αναγκών, τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα α-κοινωνικών πολιτικών, προδιαγράφουν ένα εξαιρετικά ζοφερό μέλλον.

 

Ειδικά ο τομέας της παιδείας, στον οποίο επικρατεί σχεδόν απόλυτη αδιαφορία, σε συνδυασμό με ένα ανελέητο κυνήγι χρημάτων (φροντιστήρια κλπ), εις βάρος των μαθητών, των σπουδαστών και των γονέων, είναι μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας μας – η οποία αργά ή γρήγορα θα εκραγεί, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τις επόμενες γενιές των Ελλήνων. Πόσο μάλλον όταν, χωρίς μία ορθολογική εκπαίδευση, είναι αδύνατη η αύξηση της παραγωγικότητας μίας χώρας – οπότε, αυτό που της απομένει, είναι η ανταγωνιστικότητα, μέσω των συνεχώς χαμηλότερων αμοιβών των εργαζομένων της.  

 

Χωρίς να επεκταθούμε περαιτέρω, η διαφθορά, η διαπλοκή, η ανεντιμότητα, η αδικία, η πονηριά, η ανυπαρξία επαγγελματικού ήθους, τα άθλια «κοινωνικά πρότυπα», οι απίστευτα χαμηλής ποιότητας τηλεοπτικές εκπομπές, οι οποίες θυσιάζουν τον πολιτισμό στο βωμό της ακροαματικότητας και του κέρδους, η «εχθρική κοινωνία», η αδιαφορία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η ανυπαρξία «πλαισίου», καθώς επίσης το τέχνασμα και η ευκαιρία που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα, δεν πρόκειται να επιτρέψουν τη διαφυγή της από τη σημερινή κρίση, ακόμη και αν της χαριστεί το σύνολο του χρέους της – εκτός εάν αλλάξουν ριζικά νοοτροπίες, σαν αποτέλεσμα πολιτικών και κοινωνικών «μεταρρυθμίσεων» προς όφελος του ατόμου (χωρίς να είναι φυσικά εις βάρος του συνόλου).         

 

ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

Όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα μας, η μοναδική προστασία μας απέναντι στην οικονομική εξουσία είναι η Πολιτική – οπότε είμαστε υποχρεωμένοι να την ενισχύουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Στην περίπτωση όμως που η Πολιτική υποτάσσεται και υπηρετεί την οικονομική εξουσία, η θέση μας γίνεται εξαιρετικά δύσκολη – αφού παύει πια να λειτουργεί η Δημοκρατία, «ελαχιστοποιούνται» οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας, ενώ τα εκλογικά μας δικαιώματα απλά καθορίζουν τους εκάστοτε «μισθοφόρους» των σκιωδών κυβερνήσεων.   

 

Σε ελληνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο τώρα, φαίνεται να οδηγούμαστε πίσω στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του καπιταλισμού εκείνης της εποχής ήταν, πάνω από όλα, η ανελέητη εκμετάλλευση του εργαζομένου. Οι εργοδότες πίστευαν ότι ήταν φυσικός ή κοινωνικός νόμος, το να ζουν εκατοντάδες χιλιάδες εργατών στο μεταίχμιο της λιμοκτονίας – ενώ ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου δικαιωνόταν ηθικά εάν, επιδιώκοντας το κέρδος, εκμεταλλευόταν στο μέγιστο δυνατό βαθμό την εργασία που «ενοικίαζε».

 

Δεν υπήρχε καμία σχεδόν έννοια ανθρώπινης αλληλεγγύης, μεταξύ του ιδιοκτήτη κεφαλαίου και των εργατών – επικρατούσε πέρα για πέρα ο νόμος της οικονομικής ζούγκλας, της χωρίς όρια και φραγμούς ανταγωνιστικότητας. Ο κάθε επιχειρηματίας προσπαθούσε να πουλήσει φθηνότερα από τις τιμές του ανταγωνιστή του, ενώ η μάχη του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ίσους ήταν τόσο ανελέητη και απεριόριστη, όσο και η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Ως κύριος ρυθμιστής η αγορά και όχι το κράτος, είχε απαλλαγεί εντελώς από όλους τους μέχρι τότε περιορισμούς και είχε γίνει η μοναδική κοινωνική αξία των καπιταλιστικών χωρών.

 

Στον 20ο αιώνα βέβαια οι συνθήκες άλλαξαν ριζικά προς το καλύτερο – ενώ με τη βοήθεια της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης, οι εργαζόμενοι κατάφεραν να κερδίσουν το «κοινωνικό κράτος», καθώς επίσης μία σειρά «παραχωρήσεις» εκ μέρους των ιδιοκτητών κεφαλαίου.

 

Δυστυχώς στον 21ο αιώνα, σε αυτόν δηλαδή που διανύουμε σήμερα, το Κεφάλαιο, (οργανωμένο σε πανίσχυρα, πολυεθνικά και «συστημικά» επικίνδυνα Καρτέλ), με τη βοήθεια της παγκοσμιοποίησης, της «κατάλυσης» των σοσιαλιστικών κρατών, του ανοίγματος των συνόρων (μετά την πτώση του βερολινέζικου τοίχους), καθώς επίσης της κυριαρχίας του επί της Πολιτικής, κατάφερε να αντιστρέψει τους όρους – εξελίσσοντας το «σύστημα» στο σημερινό μονοπωλιακό καπιταλισμό (Η.Π.Α), με αντίπαλο «δέος» τον κρατικό καπιταλισμό (Κίνα, Ρωσία).

 

Αρκεί να αναφέρει κανείς ότι μία ολόκληρη, μεγάλη πόλη των Η.Π.Α. (Ντιτρόιτ) «εγκαταλείφθηκε» στη χρεοκοπία, όταν διασώθηκαν στο παρελθόν οι μεγάλες τράπεζες και οι επιχειρήσεις από την κυβέρνηση και τους φορολογουμένους, για να γίνει κατανοητό που ακριβώς οδηγείται μία χώρα – όταν έχει υιοθετήσει, της έχει επιβληθεί καλύτερα το σύστημα του μονοπωλιακού καπιταλισμού.   

 

Στα πλαίσια αυτά η Ελλάδα, η Πολιτική της οποίας «αλώθηκε» ανάλογα, έχει μετατραπεί δυστυχώς σε ένα πεδίο μάχης των δύο αντιπάλων συστημάτων, καθώς επίσης των τεσσάρων (Ρωσία, Η.Π.Α., Κίνα και Γερμανία) ισχυρότερων κρατών του πλανήτη.

 

Επί πλέον, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε ηγέτη τους, τα κόμματα εξουσίας της χώρας μας είναι υποταγμένα στους εσωτερικούς μηχανισμούς τους – σε αυτή δηλαδή τη διεφθαρμένη και «διαπλεγμένη» υπόγεια εξουσία, η οποία οδήγησε την Ελλάδα στη χρεοκοπία.

 

Οι επαγγελματίες πολιτικοί, αυτοί δηλαδή που παραμένουν αιώνια στα έδρανα της Βουλής ή στους μηχανισμούς των κομμάτων, αποτελούν δυστυχώς τον κανόνα και όχι την εξαίρεση – αφού δεν αλλάζουν, τουλάχιστον ανά 8ετία, παρά το ότι όλοι μας έχουμε δικαίωμα στο εκλέγεσθαι και όχι μόνο οι κομματικοί υπάλληλοι. Τέλος, ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι μάλλον θεωρητικός, εάν όχι ανύπαρκτος – γεγονός που δεν επιτρέπει καμία αισιοδοξία, εάν δεν αποκατασταθεί η «τάξη».   

 

Επομένως, το πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, όπως επίσης αρκετών άλλων χωρών, είναι πολυσύνθετο. Εάν δεν επιλυθεί ριζικά, δια μέσου της δημιουργικής καταστροφής, εάν δηλαδή δεν πάψουν να διαιωνίζονται οι επαγγελματίες πολιτικοί, οι «μισθοφόροι» ευρύτερα της οικονομικής εξουσίας και εάν δεν αντικατασταθούν οι «σάπιοι» κομματικοί και λοιποί μηχανισμοί από καινούργιους, σε νέες βάσεις, είναι αδύνατον να υπάρξει μέλλον για τη χώρα μας – ακόμη και αν μας χαρισθεί ολόκληρο το δημόσιο χρέος μας.

 

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

 

Είναι οδυνηρό, απολύτως εξευτελιστικό καλύτερα το να ακούει κανείς δηλώσεις «τύπου διαγγέλματος» από τον πρωθυπουργό της χώρας του, σύμφωνα με τις οποίες κατάφερε, με μεγάλο κόπο και προσπάθεια, να πείσει την Τρόικα για τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση! Επίσης πως η έγκριση είναι χρονικά περιορισμένη, για ένα μικρό δοκιμαστικό διάστημα – στο τέλος του οποίου, εάν δεν «συμμορφωθούν» οι Πολίτες, θα πάψει να ισχύει.


Εκείνη τη στιγμή γίνεται απολύτως κατανοητό ότι, δεν έχει ψηφισθεί ουσιαστικά αυτός που διοικεί την πατρίδα του, αλλά ο εκπρόσωπος της απέναντι στην Τρόικα – η οποία βέβαια, εφόσον δεν έχει εκλεγεί δημοκρατικά, κυβερνάει απολυταρχικά τη χώρα.


Όλα όσα αναφέρονται λοιπόν περί Δημοκρατίας τόσο στην Ελλάδα, όσο και αλλού, είναι ψευδή και ανυπόστατα – αφού το επίσημο πολίτευμα μας είναι πλέον η δικτατορία των αγορών, οι οποίες κυβερνούν από το παρασκήνιο, έχοντας διορίσει την Τρόικα ως σαδιστικά ψυχρό  εκτελεστικό τους όργανο.


Τουλάχιστον εξίσου εξευτελιστική ήταν και η είδηση, σύμφωνα με την οποία ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, ένας χαμηλού επιπέδου πολιτικός που δεν έπαψε ποτέ να προσβάλλει με άθλιο τρόπο τους
Έλληνες, επισκέφθηκε την Ελλάδα «μετά από αίτημα του πρωθυπουργού» – ο οποίος, αντί να απαιτήσει αυτά που εξόφθαλμα μας οφείλονται, κατ’ ελάχιστο τα κατοχικά «δάνεια» και τα κλοπιμαία δηλαδή, εκλιπαρεί για νέες πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις της χώρας του από εκείνη την τράπεζα, η οποία λεηλάτησε μεθοδικά και εξαθλίωσε τον ίδιο της τον «αδελφό λαό».


Πρόκειται για την κρατική
Kfw, η οποία πρωτοστάτησε στην ένωση της Γερμανίας, εκποιώντας σε εξευτελιστικές τιμές τόσο τις περιουσίες, όσο και τις επιχειρήσεις της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στη Δύση – γεγονός που προβλέπουμε ότι θα επαναληφθεί και στην Ελλάδα, με έναν πολύ πιο οδυνηρό τρόπο για τους Πολίτες της.


Στα πλαίσια αυτά είναι μάλλον ανόητο να προσποιούμαστε ότι έχουμε Δημοκρατία, ότι λειτουργούν οι Θεσμοί, ότι αποφασίζει το Κοινοβούλιο ψηφίζοντας νόμους, ότι τηρείται η συνταγματική νομιμότητα, καθώς επίσης πως τόσο οι υπουργοί, όσο και ο πρωθυπουργός ή ο πρόεδρος της χώρας, σέβονται απόλυτα τις επιθυμίες των Ελλήνων, εκτελώντας τις εντολές τους.


Κατ’ επακόλουθο, δεν θα έπρεπε να απορούμε καθόλου σχετικά με το ότι, οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη από τα κόμματα μόνο ένα ανόητο «πιόνι» της όλης «διαδικασίας» υποδούλωσης της χώρας – ούτε ο
Εφιάλτης του Καστελόριζου δηλαδή, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι βασικοί συνεργοί του, μερικοί από τους οποίους συνεχίζουν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική της χώρας.


Αυτό για το οποίο απορούμε όμως είναι το ποιος εμποδίζει τους Έλληνες να βγουν στους δρόμους όλοι μαζί, απαιτώντας συλλογικά τουλάχιστον την παραδειγματική τιμωρία αυτών που κατέλυσαν τη Δημοκρατία στη χώρα τους – εγκαθιστώντας τη δικτατορία των αγορών, με το ΔΝΤ και τη Γερμανία «τοποτηρητές» τους.


Εάν μη τι άλλο, ακόμη και οι
σκλάβοι έχουν ορισμένα ελάχιστα δικαιώματα – κάποια ίχνη έστω εθνικής υπερηφάνειας, τα οποία γίνονται συνήθως σεβαστά από τους εκάστοτε κατακτητές, επειδή θέλουν να αποφύγουν την εξέγερση τους. Είναι αδιανόητο δε να υποκινούνται οι πολίτες μόνο από συντεχνιακά συμφέροντα και όχι από εθνικές διεκδικήσεις – αφού από αυτές και μόνο εξαρτάται τόσο το δικό τους μέλλον, όσο και το μέλλον των παιδιών τους.  

 

Εκτός αυτού, ο διεθνής εξευτελισμός της χώρας μας, δεν μπορεί παρά να έχει κάποια ανώτατα όρια, τα οποία οι κυβερνήσεις μας έχουν ανερυθρίαστα αγγίξει, εάν όχι ξεπεράσει, εκλιπαρώντας γονατιστές για τη βοήθεια των ξένων και για δανεικά – επειδή είναι προφανώς ανίκανες να βρουν λύσεις, να πείσουν και να κινητοποιήσουν τους Έλληνες.

 

Στα πλαίσια αυτά, εάν θεωρούμε κάτι πολύ χειρότερο από την ανεπάρκεια και από την ανικανότητα, αυτό είναι η δουλοπρέπεια – η οποία οδηγεί, σχεδόν μονοδρομημένα, στην υποδούλωση και στη σκλαβιά. 

 

Ηχητικό 19.07.2013: Πρέπει να σταθούμε μόνοι μας στα πόδια μας

ΠΗΓΗ